Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Απαίσιες συμπεριφορές οδηγούν σε άρση

ΠΑΡΑΓΙΝΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΟΧΑΙΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Απαίσιες συμπεριφορές οδηγούν σε άρση ασυλίας

ΚΑΤΙΑ ΣΑΒΒΑ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
28/12/2015

Με κάθε ευκαιρία η αστυνομία αλλά και τα δικαστήρια τονίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος της οδήγησης με υπερβολική ταχύτητα, κι αυτό ένεκα των κινδύνων που ελλοχεύουν τόσο για τους ίδιους του παρανομούντες όσο και για τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν τους δρόμους. Ωστόσο, τα ίδια τα μέλη του νομοθετικού σώματος, εκμεταλλευόμενα την ασυλία που τους παρέχει το Σύνταγμα, γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τους νόμους αλλά και την ευρύτερη κοινωνική ανάγκη για εμπέδωση σωστής οδηγικής συμπεριφοράς, καθιστώντας εαυτούς παράδειγμα προς αποφυγή.

Ο «Π» άγγιξε το συγκεκριμένο θέμα το 2012 και τότε υπήρξε έντονη συζήτηση. Αφορμή αποτέλεσε η προεδρική χάρη την οποία παραχώρησε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον βουλευτή Αντρέα Θεμιστοκλέους εναντίον του οποίου καταχωρίστηκε, τότε, ποινική δίωξη για οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα.

Ο εν λόγω βουλευτής του Δημοκρατικού Συναγερμού εξακολουθεί να αποτελεί ίσως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού όχι μόνο συνεχίζει να παρανομεί, καλυπτόμενος από τον μανδύα της βουλευτικής ασυλίας, αλλά αντιμετωπίζει και τους αστυνομικούς που έτυχε να βρεθούν στον δρόμο του με τον χειρότερο τρόπο, και φαίνεται πως πλέον δεν περιορίζεται στο να δηλώνει «αμπελουργός», όπως έκανε στο παρελθόν.

Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, τους τελευταίους μήνες ο Α. Θεμιστοκλέους εντοπίστηκε από μέλη της Τροχαίας να οδηγεί στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού - Λευκωσίας με υπερβολική ταχύτητα.

Με 172 χιλιόμετραΑπό την έρευνα του «Π», διαφαίνεται ότι η πιο σοβαρή περίπτωση ήταν τον περασμένο Απρίλιο και συγκεκριμένα στις 4 Απριλίου 2015, γύρω στις 10 το πρωί.

  • Μέλη της Τροχαίας Αρχηγείου που έκαναν ελέγχους ταχύτητας στον αυτοκινητόδρομο «κτύπησαν» με το ραντάρ τη Mercedes του κ. Θεμιστοκλέους και η ένδειξη ήταν 172 χιλιόμετρα, αντί 100, που είναι, ως γνωστόν, το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους. Όταν ο βουλευτής ενημερώθηκε για την ταχύτητα με την οποία έτρεχε, επικαλέστηκε τη βουλευτική του ασυλία, λέγοντας στα μέλη της Τροχαίας: «Τι να σου πω; Νομίζω δεν μπορείς να με καταγγείλεις». Εναντίον του βουλευτή εκδόθηκε εξώδικο πρόστιμο ύψους 216 ευρώ και του επιβλήθηκαν 3 βαθμοί ποινής. Περιττό να αναφέρουμε ότι ουδέποτε πληρώθηκε.

  • Η δεύτερη περίπτωση ήταν στις 12 Φεβρουαρίου 2015. Σε εκείνη την περίπτωση η συσκευή ελέγχου ταχύτητας είχε ένδειξη 170 χιλιόμετρα ανά ώρα.

  • Η τρίτη περίπτωση ήταν στις 14 Οκτωβρίου 2014. Ο Αντρέας Θεμιστοκλέους εντοπίστηκε να τρέχει με 141 χιλιόμετρα, αντί με 100, που είναι το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο. Όταν, δε, ενημερώθηκε από αστυνομικό για το αδίκημα που διέπραξε, της είπε τα εξής: «Περίμενε να μιλήσω με τον αρχηγό σου. Ποιος σου είπε ότι μπορείς να καταγγείλεις βουλευτή;».

  • Περαιτέρω, ο Αντρέας Θεμιστοκλέους φέρεται να φώναζε επικαλούμενος τη βουλευτική του ασυλία.
    Πέρα από τις τροχαίες παραβάσεις, η έρευνά μας κατέδειξε ότι εναντίον του συγκεκριμένου βουλευτή εκκρεμεί και ένταλμα προστίμου για οφειλές προς τον Δήμο Ύψωνα.

Προς άρσιν ενδεχόμενης παρερμηνείας, επαναλαμβάνεται και καθίσταται σαφές ότι ο Αντρέας Θεμιστοκλέους δεν είναι ο μόνος ο οποίος επιδεικνύει παραβατική συμπεριφορά στους δρόμους επικαλούμενος τη βουλευτική του ασυλία προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεών του. Υπάρχουν, όπως λένε οι πληροφορίες μας, αλλά και κατά αστυνομικούς που μίλησαν ανώνυμα στον «Π» (βλ. σχετικό θέμα), και άλλα μέλη του νομοθετικού σώματος που επιδεικνύουν ανάλογες συμπεριφορές.

Παρεξηγημένη ασυλίαΗ ασυλία και η επίκλησή της είναι ξεκάθαρο ότι έχει παρεξηγηθεί. Τα μέλη του νομοθετικού σώματος δεν έχουν ασυλία άνευ όρων. Αντίθετα, το Σύνταγμα με ξεκάθαρο τρόπο αναφέρει ότι η ασυλία καλύπτει τον βουλευτή για όσο χρονικό διάστημα είναι εν ενεργεία μέλος του νομοθετικού σώματος και ότι η δίωξη απλώς αναστέλλεται μέχρι να αποχωρήσει από τη βουλευτική έδρα.

Μάλιστα, η σχετική πρόνοια του Συντάγματος, όπως θα δούμε πιο κάτω, είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώρια για άλλη ερμηνεία.

Σχετικό είναι το άρθρο 83 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει τα εξής:

«Ο βουλευτής δεν δύναται άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακισθεί εφόσον χρόνον εξακολουθεί να είναι βουλευτής. Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς δίωξιν του βουλευτού, ο χρόνος καθ’ ον ο βουλευτής δεν δύναται να διωχθεί δεν συνυπολογίζεται εις τον χρόνον παραγραφής του περί ου πρόκειται αδικήματος. Εάν το Ανώτατον Δικαστήριον αρνηθεί να παράσχει την άδειαν προς εκτέλεσιν αποφάσεως φυλακίσεως επιβληθείσης εις βουλευτήν υπό αρμοδίου δικαστηρίου, η εκτέλεσις της αποφάσεως ταύτης αναβάλλεται μέχρις ου ο καταδικασθείς παύσει να είναι βουλευτής».

Με απλά λόγια, εν ενεργεία βουλευτής μπορεί να διωχθεί μόνο με άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. υπόθεση βουλευτή Φειδία Σαρίκα). Αν δεν γίνει αυτό, η υπόθεση παραμένει σε εκκρεμότητα και η δίωξη ασκείται όταν ο βουλευτής παύσει να είναι μέλος του νομοθετικού σώματος.

Άρα, στην απουσία ενεργοποίησης της διαδικασίας άρσης της ασυλίας, ο κάθε βουλευτής που παρανομεί πρέπει να καταγγέλλεται και να οδηγείται στο δικαστήριο μετά τη λήξη της θητείας του. Τίποτα λιγότερο τίποτα περισσότερο.

Πολίτες φυλακίζονταιΜε βάση τον νόμο, το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας τιμωρείται, κατά ανώτατο όριο, με ποινή φυλάκισης ενός έτους ή και πρόστιμο μέχρι 1.700 ευρώ. Οι προβλεπόμενες ποινές είναι ενδεικτικές της σοβαρότητας του αδικήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες πολίτες στερήθηκαν την ελευθερία τους επειδή οδηγούσαν με ταχύτητες ανάλογες με αυτές του βουλευτή Αντρέα Θεμιστοκλέους. Για παράδειγμα, υπήρξε περίπτωση πολίτη ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ημερών επειδή έτρεχε στον αυτοκινητόδρομο με ταχύτητα 184 χιλ. Παράλληλα, το δικαστήριο του στέρησε και την άδεια οδήγησης για περίοδο 45 ημερών. Το δε Ανώτατο Δικαστήριο εδώ και πολλά χρόνια τονίζει ότι «τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, στο πλαίσιο μέσα στο οποίο επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, σε τραυματισμούς και σε υλική ζημιά είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλλει το καθήκον του δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που στην περίπτωση της οδικής αμέλειας τη χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας». Σε ένα κράτος δικαίου λοιπόν επιβάλλεται η τήρηση των νόμων ειδικά από πολιτειακούς αξιωματούχους και η παράβασή τους θα πρέπει να τιμωρείται όπως ισχύει για όλους τους απλούς πολίτες.

Κληρίδης - Ομήρου ανακινούν το θέμα
Το φαινόμενο της συνεχιζόμενης παρανομίας από μέρους βουλευτών φαίνεται πως απασχολεί έντονα και τον γενικό εισαγγελέα της Δημοκρατίας Κώστα Κληρίδη, ο οποίος απέδειξε ότι σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως αυτή του Φειδία Σαρίκα, δεν διστάσει να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα για άμεση άρση της βουλευτικής ασυλίας. Στο πλαίσιο της έρευνας που διεξαγάγαμε επικοινωνήσαμε με τον γενικό εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη, ο οποίος μας ανέφερε ότι «λόγω της αυξημένης συχνότητας με την οποία διαπράττονται οι παραβάσεις αλλά κυρίως λόγω των συνθηκών που περιβάλλουν τη φύση των αδικημάτων αλλά και την απαράδεχτη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι βουλευτές προς τα αστυνομικά όργανα προβληματίζεται για να λάβει δραστικά μέτρα, ακόμη και να άρει την ασυλία τους».

Ξεχασμένη πρακτικήΌταν το θέμα απασχόλησε τη Βουλή στο παρελθόν, καθορίστηκε μια πρακτική ενημέρωσης του προέδρου του σώματος για τροχαίες παραβάσεις βουλευτών, πλην όμως φαίνεται πως αυτή η πρακτική δεν ακολουθείται. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Βουλής Γιαννάκης Ομήρου δήλωσε στον «Π», κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας που διενεργείται εδώ και μήνες, ότι «ασφαλώς δεν μπορώ να υποκαταστήσω καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις εξουσίες, αρμοδιότητες και όργανα του κράτους. Θεωρώ ότι η ρύθμιση που υπήρξε είναι ικανοποιητική. Δηλαδή, να υπάρχει ενημέρωση από τον γενικό εισαγγελέα ή από την αστυνομία για τις όποιες τροχαίες παραβάσεις και η ενημέρωση ακολούθως των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων. Έκτοτε όμως, από το 2012, δεν υπήρξε οποιαδήποτε νεότερη ενημέρωση πλην μίας επιστολής από την αστυνομία με την οποία ενημερώνει τον πρόεδρο ότι μετά τη λήξη της θητείας θα καταχωρισθεί ποινική δίωξη για τροχαία παράβαση. Θα επικοινωνήσω με τον γενικό εισαγγελέα. Επειδή άλλαξε (ο γενικός εισαγγελέας) μπορεί ο νέος να μην είναι ενήμερος. Θα του μιλήσω…», κατέληξε ο πρόεδρος της Βουλής.

Δέον να σημειωθεί ότι ο «Π» κατέχει την εν λόγω επιστολή του τέως αρχηγού αστυνομίας, προς τον πρόεδρο της Βουλής, του Απριλίου του 2012, και στην οποία αναφέρονται επτά περιπτώσεις πρώην βουλευτών στους οποίους θα έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη για τροχαίες παραβάσεις που συντελέστηκαν όταν ήταν βουλευτές (2006-2011) αλλά και εννιά περιπτώσεις εν ενεργεία βουλευτών το 2012…

Από το 2006 παίζουν "πελλόν"
Θέλετε να δημοσιοποιώ ονόματα βουλευτών που δεν πληρώνουν τα εξώδικα από τροχαίες παραβάσεις; Την ερώτηση αυτή απηύθυνε τον Μάιο του 2012 στους βουλευτές μέλη της Επιτροπής Θεσμών ο τότε γενικός εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης, μετά από παράπονα που εξέφρασαν -είχαν προηγηθεί δημοσιεύματα του «Π»-, ότι η κοινή γνώμη τούς ρίχνει όλους σε ένα τσουβάλι, αν και λίγοι είναι αυτοί που δεν πληρώνουν.

Ο Πέτρος Κληρίδης είχε υπογραμμίσει τότε ότι δεν τίθεται θέμα τροποποίησης του άρθρου 83 του Συντάγματος που αφορά τη βουλευτική ασυλία, αλλά ούτε και θέσπιση εσωτερικών κανονισμών της Βουλής, καθώς αυτοί επιλαμβάνονται θεμάτων λειτουργίας του σώματος και όχι, όπως είπε, παρασπονδιών από βουλευτές. «Θα το δούμε όταν έρθει η κατάλληλη ώρα» απάντησε στην ερώτηση του κ. Κληρίδη ο τότε πρόεδρος της επιτροπής Δημήτρης Συλλούρης.

Τελικά, η κατάλληλη ώρα ήρθε όταν οι βουλευτές έμειναν μόνοι τους εκείνη την ημέρα για τοποθέτηση. Ο «δημόσιος εξευτελισμός» και η «δημόσια καταπάτηση της αξιοπρέπειας» που εισηγήθηκε λίγο ενωρίτερα ο κ. Πέτρος Κληρίδης ως ο μόνος τρόπος για να δεηθούν οι βουλευτές να πληρώνουν εξώδικα από τροχαίες και άλλες παραβάσεις τους δεν κρίθηκαν από την επιτροπή ως ορθά μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος.

Αντ’ αυτού, κατέληξαν ομόφωνα στην πρακτική που ακολουθήθηκε μόνο μία φορά και τελικά ξεχάστηκε με την ενημέρωση του προέδρου της Βουλής από τον γενικό εισαγγελέα, και ακολούθως των οικείων κοινοβουλευτικών ομάδων, για να συνετίσουν τους βουλευτές για τους οποίους ο λόγος. Θυμίζουμε ότι μετά τη δημοσιοποίηση, από τον «Π», το 2012, των περιπτώσεων των κ. Ανδρέα Θεμιστοκλέους και Ανδρέα Πιτσιλλίδη (τέως βουλευτή του ίδιου κόμματος), οι οποίοι αρνούνταν να πληρώσουν τα εξώδικά τους, κατέφθασε στη Βουλή κατάλογος του γενικού εισαγγελέα με αρκετά άλλα ονόματα βουλευτών με εξώδικες παραβάσεις. Η άτυπη σύσκεψη αρχηγών αποφάσισε, όμως, οι βουλευτές να διευθετήσουν στα μουλωχτά τις υποχρεώσεις τους έναντι του νόμου, αφήνοντας στην επιτροπή Θεσμών την απόφαση κατά πόσο θα συζητήσει εκ νέου το θέμα της βουλευτικής ασυλίας. Ασυλία η οποία έχει ξεκαθαριστεί ότι δεν αφορά εξώδικες παραβάσεις, ωστόσο εφαρμόζεται όταν ένας βουλευτής δεν πληρώσει το εξώδικό του και χρειαστεί να οδηγηθεί στο δικαστήριο.

Το 2006«Η νομοθετική διευκρίνιση του εύρους και των παραμέτρων της βουλευτικής ασυλίας» ενεγράφη ως θέμα προς συζήτηση από τον βουλευτή των Οικολόγων Γιώργο Περδίκη για πρώτη φορά το 2006. Τότε -λόγω άρνησης μελών της επιτροπής, με το δικαιολογητικό ότι με τυχόν ρύθμιση του εύρους της ασυλίας θα έβγαζαν μόνοι τους τα μάτια τους- το θέμα συζητήθηκε, θεωρήθηκε λήξαν και αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων της επιτροπής. Η δε πρόταση του προέδρου της επιτροπής, τέως βουλευτή του ΕΥΡΩΚΟ Ρίκκου Ερωτοκρίτου, για κανονιστική ρύθμιση αδικημάτων που επισύρουν ποινή φυλάκισης κάτω από πέντε χρόνια, ρίχθηκε αυθημερόν στον κάλαθο των αχρήστων.

Τα πρακτικάΟ «Π» σήμερα δημοσιοποιεί αποσπάσματα από τα πρακτικά εκείνης της συνεδρίασης του 2006 στην επ. Θεσμών. Η συνεδρία ήταν αρχικά ανοικτή για τους δημοσιογράφους, ωστόσο προς το τέλος τούς ζητήθηκε να αποχωρήσουν έτσι ώστε να τοποθετηθούν οι παριστάμενοι βουλευτές. Τα όσα λέχθηκαν τότε πρέπει να προσμετρηθούν στα όσα τώρα δηλώνουν βουλευτές και ενδεχομένως να ιδωθούν με καχυποψία ως προς τις πραγματικές προθέσεις τους.

  • Γ. Περδίκης: Λοιπόν κ. πρόεδρε, το θέμα ενεγράφη, διότι έγινε πάρα πολλές φορές συζήτηση... Ελέχθη ότι δεν γίνεται ένας βουλευτής να συμμετέχει σε δραστηριότητες που πιθανόν να είναι παράνομες και να μην προσάγεται ενώπιον της δικαιοσύνης [...]. Για παράδειγμαν υπάρχει πλατιά διαδεδομένη αντίληψη ότι ο βουλευτής δεν πληρώνει εξώδικο πρόστιμο. Ε, είναι λάθος αυτή η αντίληψη. Πληρώνει ο βουλευτής και πρέπει να πληρώνει [...]. Αν μελετήσετε το τι συμβαίνει σε άλλα κοινοβούλια... (σ.σ. η γραμματεία της επιτροπής είχε μοιράσει ενημερωτικό σημείωμα στους βουλευτές για τη βουλευτική ασυλία σε άλλες χώρες).

  • Α. Θεμιστοκλέους: Δεν μας ενδιαφέρει κύριε Περδίκη στα άλλα κοινοβούλια. Για όνομα του θεού [...]. Λυπούμαι πάρα πολύ, θα φύγω. Δεν μας ενδιαφέρει τι συμβαίνει στα άλλα ευρωκοινοβούλια. Πείτε μας την αναγκαιότητα της τροποποίησης [...]. Θεωρώ επιεικώς αναίτια τη συζήτηση για το όλο θέμα. Έχει λεχθεί ότι πολίτες διαμαρτύρονται, διότι βουλευτές απολαμβάνουν αυτού του προνομίου. Εγώ δεν είδα κανέναν να διαμαρτύρεται και το θεωρώ ότι είναι και μία μορφή λαϊκισμού [...]. Αν έχει βρεθεί ένας βουλευτής ο οποίος έχει κάνει κατάχρηση, ας τον κρίνει η κοινωνία.

  • Μ. Σιζόπουλος: [...] Με την οποιαδήποτε επιχειρούμενη προσπάθεια από την πλευρά τη δική μας είτε να ανακινήσουμε το θέμα προς συζήτηση είτε να δώσουμε λαβή πια στην κοινωνία και στους πολίτες να δυσφορούν και να μεμψιμοιρούν ενισχύουμε την τάση μεμψιμοιρίας. Το άλλο, η οποιαδήποτε προσπάθεια περαιτέρω διασαφήνισης, απλά το μόνο που θα έκανε είναι να ανοίξουμε πόρτες και παράθυρα απλά και μόνο για να ποινικοποιήσουμε την πολιτική ζωή του τόπου, που θα είναι ολέθριο, θα είναι πολύ χειρότερο από αυτό που ενδεχομένως σήμερα υπάρχει.
  • Μ. Καρογιάν: [...] Επομένως, εγώ δεν θεωρώ ότι πρέπει να ανακινήσουμε το συγκεκριμένο θέμα, δεν χρειάζεται να βάλουμε λάδι στη φωτιά, ούτε και χρειάζεται να μπούμε στη δίνη τέτοιων συζητήσεων τη στιγμή που εκκρεμούν πολλά πιο σοβαρά ζητήματα.

Μεταξύ τουςΠρος το τέλος η συζήτηση το 2006 έγινε κεκλεισμένων των θυρών και έχει ενδιαφέρον η πλοκή που πήρε:

  • Κ. Χρυσοστομίδης (πρώην βουλευτής ΑΚΕΛ): Είμαστε μια νέα Βουλή, αν υπήρχαν συγκεκριμένα παραδείγματα κατάχρησης ασυλίας θα το έβλεπα σκόπιμο…

  • Ρ. Ερωτοκρίτου: Είναι καθημερινή η κατάχρηση [...]. Να σας πω ακόμη ένα, το speed limit. Μπορεί να μην ταξιδεύεις συχνά εκτός Λευκωσίας, εμείς που ταξιδεύουμε από επαρχία προς Λευκωσία και το όριο ταχύτητας είναι 100 χλμ., όταν πάμε στα 110, μας σταματούν. Όλα αυτά είναι καθημερινά, μην μου λες ότι δεν συμβαίνουν, συμβαίνουν [...]. Συμφωνείτε (σ.σ. απευθύνεται σε όλα τα μέλη), όπως τέθηκε από την πλευρά του κ. Περδίκη και τις διασαφηνίσεις που έχω δώσει εγώ, το θέμα να προχωρήσει πάνω στο ζήτημα του κανονισμού για τα ζητήματα που αφορούν κάτω της πενταετίας;

  • Α. Θεμιστοκλέους: [...] Αν θα έρθουμε να κάνουμε αλά καρτ ασυλία, αισθάνομαι ότι χαμηλώνει και προσβάλλει τη νοημοσύνη όχι μόνο εμάς, αλλά και εκείνους που μας έχουν εκλέξει.

  • Α. Βότσης: [...] Ερχόμαστε μόνοι μας να ανοίξουμε ένα κεφάλαιο για το οποίο δεν είμαι βέβαιος εάν υπάρχει η έκταση την οποία του δώσαμε σήμερα...

  • Μ. Καρογιάν:[...] Άρα λοιπόν το να πάμε εμείς να επεκτείνουμε τη διαδικασία, διότι σαν το παράδειγμα του κ. Περδίκη εγώ μπορώ να σας πω και για λόγους λαϊκισμού, αν θέλετε, άλλα 20 θέματα που μπορούν να καταγραφούν και να μπουν σε έναν κανονισμό. Στο τέλος της ημέρας πού θα φτάσουμε;

  • Γ. Περδίκης: Φαίνεται ότι η πλειοψηφία δεν θέλει καν να κουβεντιάσει το θέμα.

  • Ρ. Ερωτοκρίτου: Το θέμα θεωρείται λήξαν και μετακινείται από τον κατάλογο.


Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Στημένο κι από πριν ξεπουλημένο το παιγνίδι αλλά ακόμη πνιγόμαστε με δίχρωμα κασκόλ




ΠΟΛΙΤΗΣ - 19/4/2015
Γράφει η Κάτια Σάββα 

Τα παιδία παίζουν με Σύνταγμα και Θεσμούς
Κανόνας, σχεδόν απαράβατος στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου, είναι… η εξαίρεση του κανόνα. Ο πρότερος βίος και συμπεριφορά των πολιτικών, ως πολιτών αλλά και ως κομματικών στελεχών, προδικάζει την κατάληξη και του νέου δημόσιου διαλόγου που κυριαρχεί για την τροποποίηση του Συντάγματος μετά τη θεσμική κρίση σε Νομική Υπηρεσία και Κεντρική Τράπεζα. Η συζήτηση –που κατά… κανόνα εξαντλείται σε συνθήματα, κομματικούς μονολόγους, ατάκες και αφορισμούς– μας οδηγεί νομοτελειακά και απόλυτα στο συμπέρασμα ότι «για όλα φταίει το Σύνταγμα»! Αυτή ακριβώς η υποκριτική και καθοδηγούμενη δημόσια συζήτηση, που παρουσιάζει ως πανάκεια την τροποποίηση του Συντάγματος, δεν προσφέρει κάποια θεραπεία, αλλά αποτελεί επί της ουσίας ακόμα ένα από τα συμπτώματα της κρίσης. 

Οι αιτίες της θεσμικής κρίσης δεν έχουν άμεση σχέση με το συνταγματικό πλαίσιο. Και μια τυχόν τροποποίηση του Συντάγματος δεν θα λειτουργήσει ως από μηχανής θεός για την αναστήλωση των θεσμών. Το πρόβλημα αφορά στην νοοτροπία όσων καλούνται να αναλάβουν δημόσια αξιώματα αλλά και τα κριτήρια με τα οποία κάθε φορά διορίζονται οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι. Πως τεκμαίρεται ότι αυτοί είναι πιο κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση έναντι άλλων υποψηφίων που ενδεχομένως να θεωρούνται ισάξιοι τους; Με ποια διαφανή διαδικασία ένας αιρετός άρχοντας (δι)ορίζει τους δοτούς αξιωματούχους; Πως διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον; Γνωρίζουν μήπως οι δοτοί αξιωματούχοι πότε πρέπει να αποχωρήσουν προτού βλάψουν το δημόσιο συμφέρον; Αυτός που τους διορίζει γνωρίζει άραγε που σταματούν τα δικά του όρια επηρεασμού και χειραγώγησης;
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα και άλλα παρεμφερή είναι πολλά μαζεμένα «Όχι». Η καθημερινή πολιτική πρακτική και η συσσωρευμένη εμπειρία μας αποδεικνύουν ότι εκτελεστική και νομοθετική εξουσία δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για την αναβάθμιση των θεσμών, ούτε τους γνοιάζει ποσώς αν τηρούνται οι νόμοι. Το μόνο που πραγματικά τους ενδιαφέρει είναι «να αγοράσουν τον μπελά» –στην προκειμένη περίπτωση να μπαλώσουν την τρύπα που αφορά τη διαθεσιμότητα ανεξάρτητων αξιωματούχων. Βουλή και κυβέρνηση έχουν αποδείξει ότι για πολύ σοβαρότερα ζητήματα που τους επηρεάζουν άμεσα προτιμούν να ευλογούν τα γένια τους, παρά να… αλλάξουν το Σύνταγμα.

Ο… κανόνας Κυβέρνησης και Βουλής
Για παράδειγμα, ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης δεσμεύτηκε προεκλογικά για την τροποποίηση του Συντάγματος όσον αφορά την άρση της ασυλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών. Τι απέγινε; Εδώ και καιρό τα δύο σχετικά νομοσχέδια εκκρεμούν στη Νομική Υπηρεσία επειδή όπως αρμοδίως μας λέχθηκε «πάσχουν νομικά»! Παρά το γεγονός ότι τον περασμένο μήνα ο υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε γραπτώς την επίσπευση των νομοσχεδίων αυτών παραμένει ακόμα αβέβαιο πότε θα ολοκληρωθεί η νομοτεχνική επεξεργασία, πότε θα κατατεθούν στη Βουλή και κατά πόσον θα εξεταστούν σε… εύλογο χρονικό διάστημα. Δηλαδή πριν τις επόμενες Προεδρικές! Και αυτή η περίπτωση είναι ο… κανόνας.
Αρκεί μόνο να υπομνησθεί ότι:
  • από τον Νοέμβριο του 2013 εκκρεμούν για εξέταση στην επιτροπή Νομικών τα νομοσχέδια που προβλέπουν ποινικά αδικήματα για υπουργούς, ανεξάρτητους αξιωματούχους, και αξιωματούχους άνευ χαρτοφυλακίου.
  • από τον Ιούνιο του 2013 εκκρεμεί η εξέταση του περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013 με τον οποίο προβλέπεται ουσιαστικότερος έλεγχος των δηλώσεων περιουσίας των πιο πάνω αλλά και δημοσιοποίησής τους.
  • από τις 30 Απριλίου 2013 εκκρεμεί νομοσχέδιο που  προβλέπει την τροποποίηση των άρθρων 40 και 64 του Συντάγματος, ώστε να μη δικαιούται να θέσει άτομο υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή για βουλευτής, αν έχει ήδη υπηρετήσει στο αξίωμα του Προέδρου για τις δύο προηγούμενες συνεχείς θητείες και στο αξίωμα του βουλευτή για τις τρεις προηγούμενες συνεχείς θητείες.
Αυτά τα νομοσχέδια που αναφέραμε πιο πάνω παραμένουν στάσιμα για δύο χρόνια και ουδείς έχει διαμαρτυρηθεί. Ούτε ένα κόμμα, ούτε ένας βουλευτής ζήτησε να κατατεθούν. Γιατί άραγε;

Τα ξύλα της παπαθκιάς
Τρανταχτό παράδειγμα για την ανειλικρίνεια προθέσεων και έλλειψη ευθιξίας του πολιτικού προσωπικού είναι η πρόσφατη περίπτωση του βουλευτή της ΕΔΕΚ Φειδία Σαρίκα. Όλοι θυμούνται τον βουλευτή και πρόεδρο τότε της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής να ζητά εδώ-και-τώρα την άρση της ασυλίας του και την αποκάλυψη των τραπεζικών του λογαριασμών για να υπερασπιστεί, όπως μας έλεγε, την αθωότητα του στην υπόθεση του ΣΑΠΑ. Προτού ο αλέκτωρ φωνήσαι… δις και με την υποβολή από πλευράς Εισαγγελίας του αιτήματος για άρση της ασυλίας του στο Ανώτατο, βουλευτή και δικηγόροι υπεράσπισης ανέκρουσαν πρύμναν. Η θέση «θέλω-να-αρθεί-η-ασυλία-μου-τώρα» μετατράπηκε αίφνης σε προδικαστική ένσταση «για-να-μην-αρθεί-η-ασυλία-μου». Δεν χρειάστηκε βέβαια φωτογραφική τροποποίηση του Συντάγματος για να αρθεί τελικά η ασυλία του βουλευτή υπό το βάρος και της καθολικής λαϊκής κατακραυγής.   

Γιωρκάτζη Vs Ρίκκος
Σχεδόν ένα μήνα αργότερα μετά τα ήξεις-αφίξεις του κ. Σαρίκα, η αντίφαση επαναλαμβάνεται αλλά αυτή τη φορά με τρόπο χειρότερο. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακολουθεί δύο μέτρα και δύο σταθμά για το χειρισμό της υπόθεσης με τη Διοικήτρια της Κεντρικής και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Στην πρώτη περίπτωση είχαμε την οργίλη αντίδραση του Προέδρου και στη δεύτερη μια μεροληπτική στάση που γέννησε πολλά ερωτήματα. Το ενδιαφέρον είναι πρόκειται για δύο αξιωματούχους που ο ίδιος ο Πρόεδρος διόρισε και ηγέρθη θέμα παραίτησής τους. Φυσικά, όπως κατά… κανόνα συμβαίνει στην Κύπρο, κανένας εκ των δύο θεσμικών αξιωματούχων επέδειξε πρόθεση να παραιτηθεί.

Η μεν κ. Γιωρκάτζη κατηγορήθηκε ότι τροποποίησε ερήμην του Προέδρου το συμβόλαιό της και ο δε κ. Ερωτοκρίτου κατηγορείται για δεκασμό και δωροληψία. Πως αντέδρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Στην υπόθεση Γιωρκάτζη – προτού καν διερευνηθεί το θέμα του συμβολαίου- ο Πρόεδρος στέλνει επιστολή και εκθέτει δημοσίως την Διοικήτρια τονίζοντας ότι ουδέποτε τον ενημέρωσε. Αντίθετη πλεύση ακολουθεί στην περίπτωση του κ. Ερωτοκρίτου. Παρά το γεγονός ότι διεξήχθη ανεξάρτητη ποινική έρευνα που καταλήγει ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είναι ύποπτος δεκασμού, ο Πρόεδρος αρχικά επέλεξε να ζητήσει τη διεξαγωγή νέας ποινικής έρευνας για να διερευνηθούν οι καταγγελίες του (τελούντος ήδη υπό κατηγορία) κ. Ερωτοκρίτου.

Συλλούρης και ψήφισμα για Χριστόφια
Σε ένα τρίτο παράδειγμα που καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι θεσμοί αλλά οι εκπρόσωποί τους και πως αξιοποιούν τα κατά τη λαϊκή ρήση «ξύλα της παπαθκιάς», αναφέρεται η στάση της επιτροπής Θεσμών της Βουλής υπό την προεδρία του προέδρου του ΕΥΡΩΚΟ Δ. Συλλούρη όσον αφορά τέτοιου είδους ζητήματα. Ο πρόεδρος της επιτροπής Θεσμών ενώ έστησε στον τοίχο τόσο τον προηγούμενο διοικητή της Κεντρικής όσον και την νυν διοικήτρια, όταν προέκυψε η υπόθεση του «Ερωτοκρίτου»   (πρώην κομματικού του παρτενέρ) ζήτησε απλώς να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του υπό κατηγορία Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα από την Αστυνομία.

Δέον να σημειωθεί ότι παραιτήσεις στο παρελθόν είχαν ζητηθεί και για τους ίδιους τους Προέδρους. Θυμίζουμε μόνο την έγκριση ψηφίσματος από τη Βουλή με το οποίο καλείτο ο πρόεδρος Χριστόφιας «να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και με εθελούσια παραίτησή του να συμβάλει στη δημιουργία των επιθυμητών συνθηκών, για να μπορέσει ο τόπος και ο λαός να ξεπεράσουν τα προβλήματα» που δημιουργήθηκαν από την έκρηξη και για να ενισχύσει «τη δημιουργία κλίματος σταθερότητας και αποφυγής αχρείαστης πόλωσης, μισαλλοδοξίας και διχασμού». Το ψήφισμα φυσικά είχε την ίδια τύχη με το πολύκροτο πόρισμα Πολυβίου που καταδεικνύει τον κ. Χριστόφια ως το βασικό πολιτικό υπαίτιο για την τραγωδία στο Μαρί…

Τι προβλέπει το Σύνταγμα
Το Σύνταγμα ωστόσο σαφώς και προβλέπει πότε ένας αξιωματούχος μπορεί να παυθεί. Ακόμη και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ερώτημα ωστόσο είναι κατά πόσον είναι αναγκαίο κάθε φορά να ακολουθείται ο ίδιος δρόμος που λαβώνει τους θεσμούς. Κατά πόσον όσες ασφαλιστικές δικλείδες και να τεθούν ένας αξιωματούχος θα είναι πρόθυμος να αποχωρήσει.

Η δική μας έρευνα κατέδειξε ότι τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία μόνο δύο  ήταν οι κρατικοί αξιωματούχοι που παραιτήθηκαν για λόγους ευθιξίας. Τον Απρίλιο του 2005 ο τότε γενικός εισαγγελέας Σόλωνας Νικήτας υπέβαλε την παραίτησή του «επιλέγοντας την προάσπιση του θεσμού και την προσωπική του αξιοπρέπεια, αφήνοντας σαφείς αιχμές για την αθωωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ακκελίδου». Παρομοίως ο επί κυβέρνησης Χριστόφια Υπουργός Δικαιοσύνης Κύπρος Χρυσοστομίδης παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας μετά την απόδραση του ισοβίτη κατάδικου Κίττα από το… νοσοκομείο. Ο κανόνας όμως που επικρατούσε και επικρατεί είναι ότι «ουδείς παραιτείται». Οι μόνες «παραιτήσεις» -και όχι για λόγους ευθιξίας, αλλά για λόγους κομματοφροσύνης- προκύπτουν μόνο όταν ένα κόμμα αποχωρήσει από το  κυβερνητικό σχήμα. Οι κλισέ απαντήσεις σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι λακωνικές και άμεσες: «Δεν παραιτούμαι», «Μα γιατί να παραιτηθώ», «Για να παραιτηθώ εγώ να παραιτηθούν και άλλοι».

Οι πρωταγωνιστές σε πρώτο πρόσωπο
 Η τραγική πραγματικότητα είναι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Και σαν φάρσα και σαν τραγωδία…
«Δυστυχώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέλεξε να επικαλεστεί ως άλλοθι, τη δήθεν άγνοιά του και επιχείρησε να φορτώσει το σύνολο των δικών του βαρύτατων ευθυνών σε υπουργούς που ο ίδιος διόρισε και σε συνεργάτες που ο ίδιος επέλεξε». Δεν πρόκειται για δήλωση στελέχους της αντιπολίτευσης κατά του Προέδρου Αναστασιάδη εξ αφορμής των όσων βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τη μέρα γνωστοποίησης των αλλαγών στο συμβόλαιο της διοικήτριας της Κεντρικής Τράπεζας μέχρι τα τελευταία συμβάντα στη νομική υπηρεσία. Είναι απόσπασμα από την ομιλία του ίδιου του κ. Αναστασιάδη, ως προέδρου του ΔΗΣΥ το Νοέμβριο του 2011 στην Ολομέλεια για τη συζήτηση του Πορίσματος Πολυβίου για την έκρηξη στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί. Αναφερόταν βεβαίως στον τότε Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια. Και όμως θα μπορούσε να ήταν σημερινή η δήλωση, κατά του κ. Αναστασιάδη.

Όπως εξάλλου και πρόσφατη δήλωση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου- όταν ζητούσε να διερευνηθούν τα όσα ακούστηκαν εναντίον του για δωροληψία- θα μπορούσε να ήταν η ακόλουθη: «Οι ευθύνες, σας διαβεβαιώ, θα αποδοθούν και θα αναληφθούν!». Και όμως είναι απόσπασμα από το διάγγελμα του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια στις 14/07/2011 με το οποίο ενημέρωνε τον Κυπριακό λαό ότι «σήμερα στο Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίστηκε ο διορισμός του διακεκριμένου νομικού κ. Πόλυ Πολυβίου ως μονομελούς ερευνητικής επιτροπής. Η ευθύνη του θα είναι να ερευνήσει με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα όλες ανεξαιρέτως τις πτυχές και όλα τα συμβάντα για την τραγωδία». Η αντίδραση μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος Πολυβίου γνωστή, ίδια για τον κ. Χριστόφια και τον κ. Ερωτοκρίτου. Ποιος άραγε δήλωσε τα ακόλουθα: «δεν πρόκειται να παραιτηθώ». Και οι δύο!

Έχει ενδιαφέρον βεβαίως να δούμε τι δήλωνε για το πόρισμα Πολυβίου ο κ. Ερωτοκρίτου. Υπενθυμίζοντας ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας είχε δηλώσει τέσσερις ημέρες μετά την τραγωδία στο Μαρί, ότι θα αναλάμβανε τις όποιες δικές ευθύνες αποδεικνύονταν μέσα από τη διαδικασία της μονομελούς επιτροπής που θα διόριζε, ο κ. Ερωτοκρίτου κάλεσε τον Πρόεδρο Χριστόφια να τις αναλάβει και να παραιτηθεί. Κάλεσε επίσης το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «να έχει κατά νου την εφαρμογή του άρθρου 45, παράγραφος 5 του συντάγματος, που υπαγορεύει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για οποιαδήποτε ποινικό αδίκημα διαπράξει κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός από το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που αφορά ηθική ή ατιμωτική αισχρότητα, μπορεί να διωχθεί μετά τη λήξη της θητείας του». Ιδού τι δήλωνε ο κ. Ερωτοκρίτου στις 12 Μαρτίου 2015: «Δεν μου έγινε καμία χάρη και ούτε και δέχομαι χάρες από κανένα. Ούτε δέχτηκα ποτέ κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων στη δημόσια ζωή μου οποιαδήποτε χάρη από κανέναν. Και προκαλώ οποιονδήποτε κατέχει στοιχεία για οποιαδήποτε τέτοιου είδους συμπεριφορά που με αφορά να τα καταθέσει και δηλώνω εκ των προτέρων ότι θα παραιτηθώ εάν έχει δίκαιο…».

Τα αποσπάσματα των δηλώσεων αυτών αποδεικνύουν ακριβώς ότι το πρόβλημα δεν είναι περιστασιακό. Είναι πρόβλημα νοοτροπίας που καλλιεργείται σε όσους αναλαμβάνουν ένα αξίωμα. Ει δυνατόν το εγκαταλείπουν μόνο για άλλο ανώτερο. Με ή χωρίς πρόνοιες στο Σύνταγμα. Αυτό άμα λάχει το αλλάζουμε. Στα λόγια…