Τα
παιδία παίζουν με Σύνταγμα και Θεσμούς
Κανόνας,
σχεδόν απαράβατος στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου, είναι… η εξαίρεση του
κανόνα. Ο πρότερος βίος και συμπεριφορά των πολιτικών, ως πολιτών αλλά και ως
κομματικών στελεχών, προδικάζει την κατάληξη και του νέου δημόσιου διαλόγου
που κυριαρχεί για την τροποποίηση του Συντάγματος μετά τη θεσμική κρίση σε
Νομική Υπηρεσία και Κεντρική Τράπεζα. Η συζήτηση –που κατά… κανόνα
εξαντλείται σε συνθήματα, κομματικούς μονολόγους, ατάκες και αφορισμούς– μας
οδηγεί νομοτελειακά και απόλυτα στο συμπέρασμα ότι «για όλα φταίει το
Σύνταγμα»! Αυτή ακριβώς η υποκριτική και καθοδηγούμενη δημόσια συζήτηση, που
παρουσιάζει ως πανάκεια την τροποποίηση του Συντάγματος, δεν προσφέρει κάποια
θεραπεία, αλλά αποτελεί επί της ουσίας ακόμα ένα από τα συμπτώματα της
κρίσης.
Οι
αιτίες της θεσμικής κρίσης δεν έχουν άμεση σχέση με το συνταγματικό πλαίσιο.
Και μια τυχόν τροποποίηση του Συντάγματος δεν θα λειτουργήσει ως από μηχανής
θεός για την αναστήλωση των θεσμών. Το πρόβλημα αφορά στην νοοτροπία όσων
καλούνται να αναλάβουν δημόσια αξιώματα αλλά και τα κριτήρια με τα οποία κάθε
φορά διορίζονται οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι. Πως τεκμαίρεται ότι αυτοί είναι
πιο κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση έναντι άλλων υποψηφίων που
ενδεχομένως να θεωρούνται ισάξιοι τους; Με ποια διαφανή διαδικασία ένας
αιρετός άρχοντας (δι)ορίζει τους δοτούς αξιωματούχους; Πως διασφαλίζεται το
δημόσιο συμφέρον; Γνωρίζουν μήπως οι δοτοί αξιωματούχοι πότε πρέπει να
αποχωρήσουν προτού βλάψουν το δημόσιο συμφέρον; Αυτός που τους διορίζει
γνωρίζει άραγε που σταματούν τα δικά του όρια επηρεασμού και χειραγώγησης;
Οι
απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα και άλλα παρεμφερή είναι πολλά μαζεμένα
«Όχι». Η καθημερινή πολιτική πρακτική και η συσσωρευμένη εμπειρία μας
αποδεικνύουν ότι εκτελεστική και νομοθετική εξουσία δεν ενδιαφέρονται
πραγματικά για την αναβάθμιση των θεσμών, ούτε τους γνοιάζει ποσώς αν
τηρούνται οι νόμοι. Το μόνο που πραγματικά τους ενδιαφέρει είναι «να
αγοράσουν τον μπελά» –στην προκειμένη περίπτωση να μπαλώσουν την τρύπα που
αφορά τη διαθεσιμότητα ανεξάρτητων αξιωματούχων. Βουλή και κυβέρνηση έχουν
αποδείξει ότι για πολύ σοβαρότερα ζητήματα που τους επηρεάζουν άμεσα
προτιμούν να ευλογούν τα γένια τους, παρά να… αλλάξουν το Σύνταγμα.
Ο…
κανόνας Κυβέρνησης και Βουλής
Για
παράδειγμα, ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης δεσμεύτηκε
προεκλογικά για την τροποποίηση του Συντάγματος όσον αφορά την άρση της
ασυλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών. Τι απέγινε; Εδώ και
καιρό τα δύο σχετικά νομοσχέδια εκκρεμούν στη Νομική Υπηρεσία επειδή όπως αρμοδίως
μας λέχθηκε «πάσχουν νομικά»! Παρά το γεγονός ότι τον περασμένο μήνα ο
υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε γραπτώς την επίσπευση των νομοσχεδίων αυτών
παραμένει ακόμα αβέβαιο πότε θα ολοκληρωθεί η νομοτεχνική επεξεργασία, πότε
θα κατατεθούν στη Βουλή και κατά πόσον θα εξεταστούν σε… εύλογο χρονικό
διάστημα. Δηλαδή πριν τις επόμενες Προεδρικές! Και αυτή η περίπτωση είναι ο…
κανόνας.
Αρκεί
μόνο να υπομνησθεί ότι:
Αυτά
τα νομοσχέδια που αναφέραμε πιο πάνω παραμένουν στάσιμα για δύο χρόνια και
ουδείς έχει διαμαρτυρηθεί. Ούτε ένα κόμμα, ούτε ένας βουλευτής ζήτησε να
κατατεθούν. Γιατί άραγε;
Τα
ξύλα της παπαθκιάς
Τρανταχτό
παράδειγμα για την ανειλικρίνεια προθέσεων και έλλειψη ευθιξίας του πολιτικού
προσωπικού είναι η πρόσφατη περίπτωση του βουλευτή της ΕΔΕΚ Φειδία Σαρίκα.
Όλοι θυμούνται τον βουλευτή και πρόεδρο τότε της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής
να ζητά εδώ-και-τώρα την άρση της ασυλίας του και την αποκάλυψη των
τραπεζικών του λογαριασμών για να υπερασπιστεί, όπως μας έλεγε, την αθωότητα
του στην υπόθεση του ΣΑΠΑ. Προτού ο αλέκτωρ φωνήσαι… δις και με την υποβολή
από πλευράς Εισαγγελίας του αιτήματος για άρση της ασυλίας του στο Ανώτατο,
βουλευτή και δικηγόροι υπεράσπισης ανέκρουσαν πρύμναν. Η θέση
«θέλω-να-αρθεί-η-ασυλία-μου-τώρα» μετατράπηκε αίφνης σε προδικαστική ένσταση
«για-να-μην-αρθεί-η-ασυλία-μου». Δεν χρειάστηκε βέβαια φωτογραφική
τροποποίηση του Συντάγματος για να αρθεί τελικά η ασυλία του βουλευτή υπό το
βάρος και της καθολικής λαϊκής κατακραυγής.
Γιωρκάτζη
Vs Ρίκκος
Σχεδόν
ένα μήνα αργότερα μετά τα ήξεις-αφίξεις του κ. Σαρίκα, η αντίφαση
επαναλαμβάνεται αλλά αυτή τη φορά με τρόπο χειρότερο. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας ακολουθεί δύο μέτρα και δύο σταθμά για το χειρισμό της υπόθεσης
με τη Διοικήτρια της Κεντρικής και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Στην πρώτη
περίπτωση είχαμε την οργίλη αντίδραση του Προέδρου και στη δεύτερη μια
μεροληπτική στάση που γέννησε πολλά ερωτήματα. Το ενδιαφέρον είναι πρόκειται
για δύο αξιωματούχους που ο ίδιος ο Πρόεδρος διόρισε και ηγέρθη θέμα
παραίτησής τους. Φυσικά, όπως κατά… κανόνα συμβαίνει στην Κύπρο, κανένας εκ
των δύο θεσμικών αξιωματούχων επέδειξε πρόθεση να παραιτηθεί.
Η
μεν κ. Γιωρκάτζη κατηγορήθηκε ότι τροποποίησε ερήμην του Προέδρου το
συμβόλαιό της και ο δε κ. Ερωτοκρίτου κατηγορείται για δεκασμό και δωροληψία.
Πως αντέδρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Στην υπόθεση Γιωρκάτζη – προτού καν
διερευνηθεί το θέμα του συμβολαίου- ο Πρόεδρος στέλνει επιστολή και εκθέτει
δημοσίως την Διοικήτρια τονίζοντας ότι ουδέποτε τον ενημέρωσε. Αντίθετη
πλεύση ακολουθεί στην περίπτωση του κ. Ερωτοκρίτου. Παρά το γεγονός ότι
διεξήχθη ανεξάρτητη ποινική έρευνα που καταλήγει ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας
είναι ύποπτος δεκασμού, ο Πρόεδρος αρχικά επέλεξε να ζητήσει τη διεξαγωγή
νέας ποινικής έρευνας για να διερευνηθούν οι καταγγελίες του (τελούντος ήδη
υπό κατηγορία) κ. Ερωτοκρίτου.
Συλλούρης
και ψήφισμα για Χριστόφια
Σε
ένα τρίτο παράδειγμα που καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι θεσμοί
αλλά οι εκπρόσωποί τους και πως αξιοποιούν τα κατά τη λαϊκή ρήση «ξύλα της
παπαθκιάς», αναφέρεται η στάση της επιτροπής Θεσμών της Βουλής υπό την
προεδρία του προέδρου του ΕΥΡΩΚΟ Δ. Συλλούρη όσον αφορά τέτοιου είδους
ζητήματα. Ο πρόεδρος της επιτροπής Θεσμών ενώ έστησε στον τοίχο τόσο τον
προηγούμενο διοικητή της Κεντρικής όσον και την νυν διοικήτρια, όταν προέκυψε
η υπόθεση του «Ερωτοκρίτου» (πρώην κομματικού του παρτενέρ)
ζήτησε απλώς να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του υπό κατηγορία Βοηθού Γενικού
Εισαγγελέα από την Αστυνομία.
Δέον
να σημειωθεί ότι παραιτήσεις στο παρελθόν είχαν ζητηθεί και για τους ίδιους
τους Προέδρους. Θυμίζουμε μόνο την έγκριση ψηφίσματος από τη Βουλή με το
οποίο καλείτο ο πρόεδρος Χριστόφιας «να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και με
εθελούσια παραίτησή του να συμβάλει στη δημιουργία των επιθυμητών συνθηκών,
για να μπορέσει ο τόπος και ο λαός να ξεπεράσουν τα προβλήματα» που
δημιουργήθηκαν από την έκρηξη και για να ενισχύσει «τη δημιουργία κλίματος
σταθερότητας και αποφυγής αχρείαστης πόλωσης, μισαλλοδοξίας και διχασμού». Το
ψήφισμα φυσικά είχε την ίδια τύχη με το πολύκροτο πόρισμα Πολυβίου που
καταδεικνύει τον κ. Χριστόφια ως το βασικό πολιτικό υπαίτιο για την τραγωδία
στο Μαρί…
Τι
προβλέπει το Σύνταγμα
Το
Σύνταγμα ωστόσο σαφώς και προβλέπει πότε ένας αξιωματούχος μπορεί να παυθεί.
Ακόμη και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ερώτημα ωστόσο είναι κατά πόσον
είναι αναγκαίο κάθε φορά να ακολουθείται ο ίδιος δρόμος που λαβώνει τους
θεσμούς. Κατά πόσον όσες ασφαλιστικές δικλείδες και να τεθούν ένας
αξιωματούχος θα είναι πρόθυμος να αποχωρήσει.
Η
δική μας έρευνα κατέδειξε ότι τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία μόνο δύο
ήταν οι κρατικοί αξιωματούχοι που παραιτήθηκαν για λόγους ευθιξίας. Τον
Απρίλιο του 2005 ο τότε γενικός εισαγγελέας Σόλωνας Νικήτας υπέβαλε την
παραίτησή του «επιλέγοντας την προάσπιση του θεσμού και την προσωπική του
αξιοπρέπεια, αφήνοντας σαφείς αιχμές για την αθωωτική απόφαση του Ανωτάτου
Δικαστηρίου στην υπόθεση Ακκελίδου». Παρομοίως ο επί κυβέρνησης Χριστόφια
Υπουργός Δικαιοσύνης Κύπρος Χρυσοστομίδης παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας
μετά την απόδραση του ισοβίτη κατάδικου Κίττα από το… νοσοκομείο. Ο κανόνας
όμως που επικρατούσε και επικρατεί είναι ότι «ουδείς παραιτείται». Οι μόνες
«παραιτήσεις» -και όχι για λόγους ευθιξίας, αλλά για λόγους κομματοφροσύνης-
προκύπτουν μόνο όταν ένα κόμμα αποχωρήσει από το κυβερνητικό σχήμα. Οι
κλισέ απαντήσεις σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι λακωνικές και άμεσες:
«Δεν παραιτούμαι», «Μα γιατί να παραιτηθώ», «Για να παραιτηθώ εγώ να
παραιτηθούν και άλλοι».
Οι
πρωταγωνιστές σε πρώτο πρόσωπο
Η
τραγική πραγματικότητα είναι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Και σαν φάρσα και
σαν τραγωδία…
«Δυστυχώς
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέλεξε να επικαλεστεί ως άλλοθι, τη δήθεν άγνοιά
του και επιχείρησε να φορτώσει το σύνολο των δικών του βαρύτατων ευθυνών σε
υπουργούς που ο ίδιος διόρισε και σε συνεργάτες που ο ίδιος επέλεξε». Δεν
πρόκειται για δήλωση στελέχους της αντιπολίτευσης κατά του Προέδρου Αναστασιάδη
εξ αφορμής των όσων βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τη μέρα γνωστοποίησης
των αλλαγών στο συμβόλαιο της διοικήτριας της Κεντρικής Τράπεζας μέχρι τα
τελευταία συμβάντα στη νομική υπηρεσία. Είναι απόσπασμα από την ομιλία του
ίδιου του κ. Αναστασιάδη, ως προέδρου του ΔΗΣΥ το Νοέμβριο του 2011 στην
Ολομέλεια για τη συζήτηση του Πορίσματος Πολυβίου για την έκρηξη στη ναυτική
βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί. Αναφερόταν βεβαίως στον τότε Πρόεδρο
Δημήτρη Χριστόφια. Και όμως θα μπορούσε να ήταν σημερινή η δήλωση, κατά του
κ. Αναστασιάδη.
Όπως
εξάλλου και πρόσφατη δήλωση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου- όταν ζητούσε να
διερευνηθούν τα όσα ακούστηκαν εναντίον του για δωροληψία- θα μπορούσε να
ήταν η ακόλουθη: «Οι ευθύνες, σας διαβεβαιώ, θα αποδοθούν και θα αναληφθούν!».
Και όμως είναι απόσπασμα από το διάγγελμα του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια
στις 14/07/2011 με το οποίο ενημέρωνε τον Κυπριακό λαό ότι «σήμερα στο
Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίστηκε ο διορισμός του διακεκριμένου νομικού κ.
Πόλυ Πολυβίου ως μονομελούς ερευνητικής επιτροπής. Η ευθύνη του θα είναι να
ερευνήσει με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα όλες ανεξαιρέτως τις πτυχές και
όλα τα συμβάντα για την τραγωδία». Η αντίδραση μετά τη δημοσιοποίηση του
πορίσματος Πολυβίου γνωστή, ίδια για τον κ. Χριστόφια και τον κ. Ερωτοκρίτου.
Ποιος άραγε δήλωσε τα ακόλουθα: «δεν πρόκειται να παραιτηθώ». Και οι δύο!
Έχει
ενδιαφέρον βεβαίως να δούμε τι δήλωνε για το πόρισμα Πολυβίου ο κ.
Ερωτοκρίτου. Υπενθυμίζοντας ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας είχε δηλώσει τέσσερις
ημέρες μετά την τραγωδία στο Μαρί, ότι θα αναλάμβανε τις όποιες δικές ευθύνες
αποδεικνύονταν μέσα από τη διαδικασία της μονομελούς επιτροπής που θα
διόριζε, ο κ. Ερωτοκρίτου κάλεσε τον Πρόεδρο Χριστόφια να τις αναλάβει και να
παραιτηθεί. Κάλεσε επίσης το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «να έχει κατά
νου την εφαρμογή του άρθρου 45, παράγραφος 5 του συντάγματος, που υπαγορεύει
ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για οποιαδήποτε ποινικό αδίκημα διαπράξει κατά
τη διάρκεια της θητείας του, εκτός από το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και
για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που αφορά ηθική ή ατιμωτική αισχρότητα, μπορεί
να διωχθεί μετά τη λήξη της θητείας του». Ιδού τι δήλωνε ο κ. Ερωτοκρίτου
στις 12 Μαρτίου 2015: «Δεν μου έγινε καμία χάρη και ούτε και δέχομαι χάρες
από κανένα. Ούτε δέχτηκα ποτέ κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων στη δημόσια
ζωή μου οποιαδήποτε χάρη από κανέναν. Και προκαλώ οποιονδήποτε κατέχει
στοιχεία για οποιαδήποτε τέτοιου είδους συμπεριφορά που με αφορά να τα
καταθέσει και δηλώνω εκ των προτέρων ότι θα παραιτηθώ εάν έχει δίκαιο…».
Τα
αποσπάσματα των δηλώσεων αυτών αποδεικνύουν ακριβώς ότι το πρόβλημα δεν είναι
περιστασιακό. Είναι πρόβλημα νοοτροπίας που καλλιεργείται σε όσους
αναλαμβάνουν ένα αξίωμα. Ει δυνατόν το εγκαταλείπουν μόνο για άλλο ανώτερο.
Με ή χωρίς πρόνοιες στο Σύνταγμα. Αυτό άμα λάχει το αλλάζουμε. Στα λόγια…
|
Δευτέρα 20 Απριλίου 2015
Στημένο κι από πριν ξεπουλημένο το παιγνίδι αλλά ακόμη πνιγόμαστε με δίχρωμα κασκόλ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)