Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Πόνος και λάθη

Κάτια Σάββα
Εφημερίδα Πολίτης
22/10/2016

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ Γ)

Στο πλαίσιο της έρευνας του «Π» για το ζήτημα των αγνοουμένων, μέρος της οποίας δημοσιεύθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο επίτροπος Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα Φώτης Φωτίου μιλά για πρώτη φορά εκ μέρους της πολιτείας ευθαρσώς για τις πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος. Φωτίζοντας πτυχές, καθιστώντας τις πλέον και παραδεχτές από την ίδια την πολιτεία που χρόνια σφύριζε αδιάφορα, για τα πρώτα χρόνια, τα λάθη και τις παραλείψεις που έγιναν, χαρακτηρίζοντας πολλά και αδικαιολόγητα, για να φθάσει στο σήμερα και στις προσπάθειες που καταβάλλονται για να εξακριβωθεί η τύχη όλων των αγνοουμένων, κλείνοντας έτσι μισό αιώνα αβεβαιότητας για τους συγγενείς, όσοι βεβαίως είναι ακόμη εν ζωή. «Με όλη την ειλικρίνεια και σεβασμό σ’ αυτούς που έχουν υποφέρει και τους προκαλέσαμε τόσο πόνο από τα λάθη, τις παραλείψεις ή ακόμα και την απραξία μας, εκφράζουμε τη μεγάλη μας συγγνώμη» είναι το καταληκτικό του σχόλιο στη συνέντευξη που παραχώρησε στον «Π». Δικαιολογημένα ο κ. Φωτίου, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον Σεπτέμβριο του 2014, σημειώνει πως «δεν θα μιλήσω για τις προηγούμενες κυβερνήσεις ή για το τι έγινε ή δεν έγινε. Να μην ξεχνούμε όμως τις δυσκολίες και τα προβλήματα που δημιούργησε η τουρκική εισβολή τα πρώτα χρόνια μετά το 1974. Πρόσφυγες, εγκλωβισμένοι, αγνοούμενοι, τραυματίες κ.λπ. Ήταν δύσκολα χρόνια για όλους. Όμως, δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα για τις οικογένειες των αγνοουμένων, που πάρα πολλές από αυτές βίωσαν όχι μόνο το μαρτύριο της εξαφάνισης των δικών τους αλλά και τις συνέπειες της προσφυγιάς».

Μαρτυρίες και σύγχυση
Ζητήσαμε από τον κ. Φωτίου να τοποθετηθεί για τα όσα καταγγέλλουν άνθρωποι που έζησαν από πρώτο χέρι τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Υπηρεσίας Αγνοουμένων, οι οποίοι κάνουν λόγο για μαρτυρίες που δεν έμαθαν ποτέ οι συγγενείς. «Είναι γεγονός ότι για κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν μαρτυρίες για τον θάνατο αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν και άλλες μαρτυρίες που αμφισβητούσαν τη μαρτυρία του θανάτου. Ας μην ξεχνούμε ότι οι αγνοούμενοί μας εξαφανίζονταν σε περιοχές που περιήλθαν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού και οι περιοχές αυτές εξακολουθούν να είναι υπό τον έλεγχό τους. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε η δυνατότητα διασταύρωσης και τεκμηρίωσης των όποιων μαρτυριών. Θα ήθελα να τονίσω όμως ότι κάθε οικογένεια -και δικαιολογημένα- ζητούσε και ζητά πειστικές και τεκμηριωμένες αποδείξεις για την τύχη του δικού τους ανθρώπου. Δεν θα μπορούσαν να ληφθούν αποφάσεις με βάση εικασίες ή έστω μαρτυρίες. Αυτό δεν θα γινόταν αποδεκτό από τις ίδιες τις οικογένειες ούτε και θα ήταν συμβατό με το τι αποτελεί πραγματική διευκρίνιση της τύχης αγνοουμένων παγκοσμίως».

Πολλά τα λάθη
Ο κ. Φωτίου κάνει αναφορά στο πρόγραμμα της ΚΔ το οποίο άρχισε το 1999, όταν λήφθηκαν οι αναγκαίες πολιτικές και ανθρωπιστικές αποφάσεις «για να δοθούν απαντήσεις έστω και σε μικρό αριθμό οικογενειών, από εκταφές που πραγματοποιήθηκαν σε χώρους οι οποίοι ευρίσκοντο υπό τον έλεγχο της ΚΔ. Η απόφαση αυτή λήφθηκε λόγω της άρνησης της τουρκικής πλευράς και της στασιμότητας που επικρατούσε τότε στο πλαίσιο της ΔΕΑ. Η τότε κυβέρνηση είχε αποφασίσει μονομερείς εκταφές από συγκεκριμένους χώρους στις ελεύθερες περιοχές όπου είχε ταφεί, στις δύσκολες μέρες του 1974, αριθμός συμπατριωτών μας ως «άγνωστοι». Είναι γεγονός ότι τις δύσκολες εκείνες μέρες έγιναν λάθη και παραλείψεις, δικαιολογημένα ή όχι. Δυστυχώς το κόστος για τα λάθη αυτά το επωμίστηκαν οι οικογένειες που αναζητούσαν τους δικούς τους. Οι εκταφές έγιναν με στόχο να δοθούν απαντήσεις στις οικογένειες, εκεί που μπορούσαμε να τις εξασφαλίσουμε με δικές μας ενέργειες και πρωτοβουλίες». Ο κ. Φωτίου συνεχίζει εξηγώντας πως «όταν έγιναν οι πρώτες εκταφές εντοπίστηκαν πολλά άλλα λάθη και παραλείψεις που ακολούθησαν τις άτακτες και ανορθόδοξες ταφές που έγιναν στα κοιμητήρια Λακατάμιας και Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης».

Εν συνεχεία πάει πίσω στην περίοδο 1979-81, όταν πραγματοποιήθηκαν «με μη επιστημονικό τρόπο εκταφές λειψάνων από χώρους που έφεραν την ένδειξη ότι είχαν ταφεί Eλλαδίτες ως επώνυμοι ή άγνωστοι. Τα λείψανα που είχαν εκταφεί δόθηκαν σε οικογένειες στην Ελλάδα ως ανήκοντα στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Στην πορεία του προγράμματος διαπιστώθηκε ότι στις οικογένειες αυτές δόθηκαν λανθασμένα λείψανα. Καταβλήθηκαν τεράστιες προσπάθειες για εξασφάλιση γενετικών δειγμάτων από τις οικογένειες αυτές στην Ελλάδα και για να συναινέσουν να επιστρέψουν τα λείψανα στην Κύπρο για επιστημονικές εξετάσεις. Έχουμε σχεδόν ολοκληρώσει αυτήν την προσπάθεια. Υπολείπεται η επιστροφή στην Κύπρο μόνο ενός μικρού αριθμού λειψάνων που κατέχουν οικογένειες στην Ελλάδα. Οι προσπάθειές μας συνεχίζονται». Ο επίτροπος αποκαλύπτει πως «μόλις την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήσαμε εκταφές από τρεις χώρους στην Ελλάδα και τα λείψανα θα μεταφερθούν σύντομα στην Κύπρο για τις αναγκαίες επιστημονικές εξετάσεις. Είναι ένα τραγικό κεφάλαιο, ένα κεφάλαιο που προκαλεί επιπρόσθετο πόνο στις δοκιμαζόμενες οικογένειες, οι οποίες πληροφορούνται μετά από τόσα χρόνια ότι κατείχαν και μνημόνευαν λάθος λείψανα. Παρά την πικρία και τον πόνο οι οικογένειες αυτές μάς έχουν δώσει μαθήματα ανθρωπιάς και μεγαλοψυχίας και εκφράζω την απεριόριστη εκτίμηση, σεβασμό και ευγνωμοσύνη μας».

Η δεύτερη εκκρεμότητα του προγράμματος της ΚΔ αφορά και πάλι τις εκταφές που έγιναν την περίοδο 1979-81. «Έχουμε διαπιστώσει επιστημονικά ότι τα λείψανα που είχαν εκταφεί από τα δυο κοιμητήρια και δεν δόθηκαν σε οικογένειες, είχαν τοποθετηθεί σε οστεοφυλάκιο στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας. Όταν άρχισε το πρόγραμμα της ΚΔ τα λείψανα παραλήφθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις. Διαπιστώθηκε ότι τύγχαναν κατά καιρούς χημικού ψεκασμού. Ως αποτέλεσμα έχει καταστραφεί το γενετικό υλικό των λειψάνων και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίησή τους. Το ΙΝΓΚ έχει προβεί σε πιλοτική μελέτη για επίλυση του προβλήματος, χωρίς όμως επιτυχία μέχρι στιγμής. Δείγματα έχουν σταλεί και σε άλλα εξειδικευμένα εργαστήρια στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ. Δυστυχώς όμως μέχρι στιγμής δεν φαίνεται ορατή η επίλυση του προβλήματος. Ανεξάρτητα, όμως αυτού, δεν εφησυχάζουμε και θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες τόσο εντός Κύπρου όσο και εκτός για επίλυσή του».

Κλείνει με «Φαέθων»
Όσον αφορά τον τομέα των εκταφών στις ελεύθερες περιοχές ο κ. Φωτίου εξηγεί πως υπολείπεται μόνο μια εκταφή στο κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η εκταφή αυτή αφορά πεσόντες Ελλαδίτες που επέβαιναν στην τορπιλάκατο «Φαέθων» που βυθίστηκε τον Αύγουστο του 1964 στον κόλπο του Ξερού, μετά από επίθεση που δέχθηκε από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη. «Η εκταφή αυτή έχει ήδη προγραμματιστεί και θα σηματοδοτήσει την ολοκλήρωση των εκταφών στις ελεύθερες περιοχές. Υπενθυμίζεται ότι εκτός από τις εκταφές στα κοιμητήρια Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Λακατάμιας, προχωρήσαμε και στη σημαντική ανασκαφή στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, όπου πρόσφατα παραδώσαμε τα λείψανα των πεσόντων του ΝΟΡΑΤΛΑΣ στις οικογένειές τους, καθώς και άλλες μεμονωμένες εκταφές από οικογενειακούς τάφους, που αφορούν αιτήματα από συγγενείς. Στόχος της προσπάθειάς μας είναι, εκεί που μπορούμε, να δοθούν απαντήσεις σε κάθε οικογένεια και αυτοί που θυσιάστηκαν για μας, όπως και οι οικογένειές τους, να τύχουν της ανάλογης και πρέπουσας αναγνώρισης και τίμησης από την πολιτεία», προσθέτει ο κ. Φωτίου, για να τονίσει εκ νέου ότι έγιναν λάθη και να ζητήσει εκ μέρους της πολιτείας συγγνώμη. «Έστω και τώρα έχουμε υποχρέωση και ευθύνη ως πολιτεία και ως κοινωνία, εκεί που μπορούμε να διορθώσουμε αυτά τα λάθη και αυτό κάνουμε. Όμως ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, ούτε και οι προσπάθειές μας αποτελούν βάλσαμο στις πληγές που έχουν προκληθεί στις οικογένειες των συμπατριωτών μας».

Όχι πολιτική διασύνδεση
«Οι οικογένειες δικαιούνται να έχουν όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του συγγενή τους ώστε να μπορούν να προχωρήσουν στο κλείσιμο ενός κεφαλαίου της τραγωδίας που βιώνουν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όλοι μας θέτουμε την ανάγκη για πλήρη και τεκμηριωμένη διευκρίνιση της τύχης μέχρι και του τελευταίου αγνοούμενού μας. Αυτό είναι καθήκον και υποχρέωση όλων μας. Μένει να φανεί κατά πόσο οι πολιτικές εξελίξεις θα δώσουν ώθηση για μια πραγματική και ειλικρινή συνεργασία στις προσπάθειες επίλυσης αυτής της τραγωδίας. Όμως, με κανένα τρόπο η ανθρωπιστική πτυχή της τραγωδίας πρέπει να συνδεθεί με τις θετικές ή αρνητικές εξελίξεις στο πολιτικό θέμα», εξηγεί ο κ. Φωτίου, ο οποίος σημειώνει πάντως πως «η κυβέρνηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια τόσο στο πλαίσιο των συναντήσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον κ. Ακιντζί όσο και σε άλλες συναντήσεις. Ενόψει της τραγικότητας και κρισιμότητας των στιγμών και λόγω του ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πλέον πολύ περιορισμένα, και ο κίνδυνος τερματισμού των προσπαθειών ορατός, θα αναληφθεί από μέρους μας μια συντονισμένη και οργανωμένη προσπάθεια, τόσο εντός Κύπρου όσο και εκτός, προς πάσα κατεύθυνση, που είναι σε θέση να συμβάλει στην επίτευξη προόδου, πείθοντας την κατοχική δύναμη να συνεργαστεί επιτέλους ουσιαστικά».

Η κυβέρνηση στηρίζει τη ΔΕΑ, αλλά δεν είναι ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα και ρυθμούς της
«Η κυβέρνηση δεν θεωρεί την παράδοση μεμονωμένων οστών ή μικρού μέρους των λειψάνων ως πλήρη διευκρίνιση της τύχης των αγνοουμένων. Οι οικογένειες δικαιούνται να έχουν τα πλήρη λείψανα των συγγενών τους, εκτός από τις περιπτώσεις που λόγω των συνθηκών θανάτου η πλειονότητα των οστών να έχει καταστραφεί. Δικαιούνται επίσης να έχουν πλήρη και τεκμηριωμένη ενημέρωση για την υπόθεση του αγαπημένου τους προσώπου. Αυτό συνεπάγεται η σωστή και πλήρης διευκρίνιση της τύχης του κάθε αγνοούμενού μας», σημειώνει ο επίτροπος, για να παραδεχτεί πως η κυβέρνηση στηρίζει το έργο της ΔΕΑ «ανεξάρτητα από το ότι δεν είμαστε ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα και τους ρυθμούς της». Η επικέντρωση της ΔΕΑ, προσθέτει, στις εκταφές και η παράδοση στις οικογένειες μεμονωμένων οστών ή ακόμα και ολοκληρωμένων λειψάνων «αφήνει αρκετά ερωτήματα και ερωτηματικά που βασανίζουν τις οικογένειες. Θεωρούμε ότι εκτός από την παράδοση των λειψάνων θα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια και να δίνονται στις οικογένειες όλα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν την τύχη του συγγενή τους». Συνεχίζει προσθέτοντας ότι επείγει η λήψη μέτρων από πλευράς ΔΕΑ ώστε να επιλυθούν αποτελεσματικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το πρόγραμμα εκταφών της, το συντομότερο. Ο κ. Φωτίου επαναλαμβάνει στο σημείο αυτό την άκαμπτη στάση της Τουρκίας στο όλο θέμα η οποία προκαλεί πληθώρα προβλημάτων στο πρόγραμμα της ΔΕΑ. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στη δραματική μείωση των λειψάνων Ε/Κ που εντοπίζονται στις κατεχόμενες περιοχές αλλά και στις σκόπιμες μετακινήσεις οστών από τους πρωτογενείς χώρους ταφής, όπως της Άσσιας, Κορνόκηπου, Αγίου Ιλαρίωνα κ.λπ. «Και σε αυτό το τραγικό θέμα δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόοδος», εξηγεί. Σε άλλο σημείο αποκαλύπτει πως «παρά την απόφαση της Τουρκίας για παραχώρηση άδειας για δέκα εκταφές κάθε χρόνο για τα επόμενα τρία χρόνια σε στρατιωτικές ζώνες, τα προβλήματα παραμένουν. Θα πρέπει να δοθεί απρόσκοπτη πρόσβαση τόσο για εκταφές όσο και για έρευνες για υπόδειξη χώρων ταφής. Τα αποτελέσματα από τις εκταφές στις στρατιωτικές ζώνες, μέχρι στιγμής, είναι δυστυχώς απογοητευτικά και οι αρχικές μας εκτιμήσεις έχουν επαληθευθεί». Καταλήγοντας ο κ. Φωτίου εξηγεί πως η Τουρκία πρέπει επιτέλους να σεβαστεί και να εφαρμόσει χωρίς οποιαδήποτε άλλη κωλυσιεργία και τακτικισμούς τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. «Ίσως με αυτόν τον τρόπο να υπάρξει και πρόοδος στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος στο πλαίσιο της ΔΕΑ»...


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η ανάγκη για πλήρη διερεύνηση και αλήθεια

Κάτια Σάββα
Εφημερίδα Πολίτης
16/10/2016

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ Β)

«Άνθρωποι δεν εξαφανίζονται τυχαία ούτε και είναι αδύνατος ο εντοπισμός τους. Οι εξαφανίσεις είναι μια πολιτική πράξη με καθαρά πολιτικούς στόχους. Αυτό ισχύει τόσο για την περίπτωση της Κύπρου όσο και για άλλες χώρες. Το φαινόμενο χρησιμοποιείται για υλοποίηση πολιτικών σχεδιασμών. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις παγκοσμίως υπάρχει εμπλοκή διαφόρων κρατικών δομών» εξηγεί. «Λόγω αυτής της εμπλοκής δεν εξαφανίζονται μόνο οι άνθρωποι αλλά οι υπαίτιοι προσπαθούν να εξαφανίσουν και τα τεκμήρια και τις πληροφορίες, εξ ου και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι προσπάθειες διερεύνησης. Από τη στιγμή που υπάρχει εμπλοκή των κρατικών δομών το έργο της διερεύνησης είναι δύσκολο εκτός σε περιπτώσεις που το κράτος το ίδιο πάρει τις αναγκαίες πολιτικές και ανθρωπιστικές αποφάσεις αναζητώντας την αλήθεια ή εξαναγκαστεί από εξωγενείς παράγοντες να λάβει κάποια μέτρα. Δυστυχώς οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς κρατών αφορούν περισσότερο τη συγκάλυψη παρά την αποκάλυψη. Είναι λίγα τα παραδείγματα που κράτη αποφάσισαν να διευκολύνουν τη διερεύνηση. Αυτό για τον λόγο ότι οι εξαφανίσεις θεωρούνται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και το ίδιο το κράτος θα πρέπει να προβεί σε κυρώσεις εναντίον των ανθρώπων ή οργάνων του που το υπηρέτησαν και το υπηρετούν».
Με αυτά τα λίγα ο Ξενοφών Καλλής, σύμβουλος του Ελληνοκυπριακού μέλους της ΔΕΑ, μετά από 42 χρόνια αδιάφορου σφυρίγματος, θέτει το ζήτημα των αγνοουμένων σε ένα ουσιαστικό πλαίσιο απαντώντας, εμμέσως πλην σαφώς, στα αναρίθμητα «γιατί» των συγγενών αγνοουμένων που τόσα χρόνια περιμένουν τους δικούς τους να επιστρέψουν. Όχι ζωντανοί. Αλλά με υπόσταση, αντικαθιστώντας τα 42 χρόνια ύπαρξής τους σε έναν φάκελο... Από αυτούς από τους οποίους βρίθει το Αρχείο της Υπηρεσίας Αγνοουμένων. Καφέ, πορτοκαλί, γαλάζιοι αναλόγως, εξηγεί λειτουργός το Αρχείου της Υπηρεσίας Αγνοουμένων, ο οποίος βοήθησε στην έρευνα του «Π». Οι καφέ φάκελοι περιέχουν πληροφορίες και μαρτυρίες γύρω από την εξαφάνιση, οι γαλάζιοι φάκελοι αφορούν σε θέματα περιουσιών τους, οι πράσινοι αφορούν τις υποθέσεις στα κατεχόμενα που υπάγονται στο πρόγραμμα της ΔΕΑ, οι πορτοκαλί στις ελεύθερες περιοχές υπό το πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας...
Αυτοί οι φάκελοι είναι ό,τι απέμεινε από τους αγνοούμενους του 1974, για τους συγγενείς τους. Σε αυτούς ανατρέχουν για πληροφορίες, σε αυτούς ακόμη και μετά τον εντοπισμό των λειψάνων για μια τελευταία διασταύρωση, «για να σιγουρευτούν ότι ο τόπος εντοπισμού συνάδει με τα γεγονότα εξαφάνισης», γεγονός που δείχνει τη σύνδεση. «Όλοι μας ανήκουμε στην κοινωνία είτε ως ζωντανοί είτε ως νεκροί. Στην περίπτωση του αγνοουμένου αναιρείται με βίαιο τρόπο το δικαίωμα να υπάρχει και να αποτελεί μέρος της κοινωνίας του είτε ως ζωντανός είτε ως νεκρός. Είναι αυτή η αβεβαιότητα που μαστίζει τις οικογένειες σε όλο τον κόσμο και προκαλεί τόση δυστυχία και πόνο» τονίζει ο κ. Καλλής, ερμηνεύοντας και τον όρο αγνοούμενος: «Από ανθρωπιστικής πλευράς αγνοούμενος είναι κάποιος ο οποίος δεν επιστρέφει σπίτι του για φαγητό και η οικογένεια δεν γνωρίζει τι απέγινε. Στο τραπέζι υπάρχει η άδεια καρέκλα και το άδειο πιάτο. Η οικογένεια βιώνει το μαρτύριο της αβεβαιότητας μη γνωρίζοντας εάν ο δικός τους είναι ζωντανός ή νεκρός. Η προσμονή της επιστροφής ανατρέπει τις ζωές και την καθημερινότητα όλων. Η εξαφάνιση κυριαρχεί σε όλες τις πτυχές της ζωής τους. Παιδιά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα, οι γονείς πεθαίνουν με το παράπονο και τα πολλά 'γιατί', οι γυναίκες βιώνουν καθημερινά τα συναισθήματα της Πηνελόπης... Η εξαφάνιση δηλαδή ενός ατόμου δεν αποτελεί μόνο έγκλημα για το θύμα αλλά και ένα συνεχές έγκλημα για τους υπόλοιπους που τον αναμένουν. Στην τελική ανάλυση αγνοούμενος είναι το άτομο του οποίου του αφαιρείται με τον πιο βάρβαρο και αυθαίρετο τρόπο η ανθρώπινη υπόστασή του».

Το παιγνίδι των αριθμών
Μεγαλώσαμε με συνθήματα όπως το «Τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια», «Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους», «1619 αγνοούμενοι». Ο Ανδρέας Στυλιανού γιος πεσόντος πλέον, που τάφηκε με τιμές ήρωα, αφού τα λείψανα του για χρόνια αγνοούμενου πατέρα του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στο χωριό Τέμπλος στην Κερύνεια, λέει με πικρία στον «Π» (σ.σ. η συνέντευξη παρουσιάστηκε χθες στον «Π») ότι οι συγγενείς αγνοουμένων υπήρξαν θύματα ενός κακού μάρκετινγκ διαχρονικά των κυβερνήσεων της χώρας με σκοπό να ασκήσουν πιέσεις στο εξωτερικό εις βάρος της εγκληματικής Τουρκίας. «Πιστεύω ότι και το νούμερο 1619 είναι πλασματικό, στο πλαίσιο αυτού του κακού μάρκετινγκ» μας εξηγεί. Ο Ξενοφών Καλλής, χωρίς να διαψεύδει τον αριθμό, εξηγεί: «Δυστυχώς σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις παγκοσμίως δεν ακολουθείται η ταξινόμηση και η ετοιμασία καταλόγων με καθαρά ανθρωπιστικά κριτήρια. Υπερισχύουν τα πολιτικά και νομικίστικα κριτήρια. Δηλαδή σε μια διένεξη οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπαθούν η μια να αυξήσει δραματικά τους αριθμούς των θυμάτων, νεκρούς, αγνοούμενους κ.λπ., για σκοπούς πολιτικούς και προπαγάνδας, και από την άλλη η άλλη πλευρά προσπαθεί εντελώς το αντίθετο. Στο τέλος επικρατεί η πλευρά που υπερισχύει πολιτικά της άλλης πλευράς, συνήθως με την ανοχή και συνενοχή των τρίτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πάρα πολλές υποθέσεις, που από ανθρωπιστικής πλευράς πρέπει να ταξινομηθούν ως αγνοούμενοι, να μην θεωρούνται ως τέτοιες για καθαρά πολιτικούς λόγους. Όμως συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή άτομα που δεν θα έπρεπε να θεωρούνται αγνοούμενοι θεωρούνται αγνοούμενοι για καθαρά πολιτικούς λόγους και σκοπιμότητες. Αυτό συνήθως συμβαίνει από πλευράς του δυνατού και του ενόχου σε μια διένεξη που επιβάλλει τα 'θέλω' του. Η μη συμπερίληψη υποθέσεων στους καταλόγους αγνοουμένων έχει σοβαρές και αρνητικές συνέπειες για τις οικογένειες, επειδή τους στερούν, για καθαρά πολιτικούς λόγους, το δικαίωμα του σεβασμού και της αποκατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, που έχει σαν αποτέλεσμα να μην πληροφορηθούν ποτέ για την τύχη του δικού τους».

Το τραγικό τέλος
Τρία πράγματα σηματοδοτεί η διευκρίνιση της τύχης ενός αγνοουμένου και η ταυτοποίηση των λειψάνων, εξηγεί ο κ. Καλλής: Την επιστροφή του στην οικογένειά του, έστω και με τη μορφή των λειψάνων, την επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο με τη μορφή της νέας κατοικίας του, δηλαδή του τάφου σε ένα κοινωνικό κοιμητήριο και τις διαδικασίες επούλωσης των πληγών και αποδοχής των νέων δεδομένων, δηλαδή της υπόστασης του δικού τους ως νεκρού. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την τέλεση κηδείας, τέλεση μνημοσύνου, συμπαράσταση και αλληλεγγύη στον χαμό από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και την πολιτεία κ.λπ. «Όλα τα πιο πάνω συμβάλλουν ώστε η οικογένεια να κλείσει το τραγικό κεφάλαιο της αβεβαιότητας του πόνου και του μαρτυρίου που βίωσαν με την εξαφάνιση του δικού τους και να προχωρήσει στην επούλωση των πληγών και στη συνέχιση της ζωής τους».

Είδος πολυτελείας
Καταλήγοντας ο κ. Καλλής μας αποκαλύπτει ότι «υπάρχουν πάρα πολλές άλλες πτυχές που αφορούν τις εξαφανίσεις, όπως το δικαίωμα στην αλήθεια, το δικαίωμα στη δικαιοσύνη και πολλά άλλα που καλύπτονται από πάρα πολλές συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυστυχώς όμως, και είναι τραγικό αυτό που θα πω, τα ανθρώπινα δικαιώματα για τους 'αδύνατους' αποτελούν είδος πολυτελείας, το οποίο απολαμβάνουν κάποιοι, σύμφωνα με τις πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες της κάθε ιστορικής περιόδου. Είναι το ίδιο όπως τα αγαθά της υγείας, παιδείας κ.λπ., τα οποία απολαμβάνουν ως επί το πλείστον μόνο αυτοί που έχουν την οικονομική δυνατότητα και ευχέρεια. Αυτό με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε και να διεκδικούμε. Η μοιρολατρική προσέγγιση δεν είναι η απάντηση στις προκλήσεις της εποχής μας. Χωρίς αγώνα και διεκδίκηση δεν υπάρχει κανένας που θα σου δώσει έστω και τα αυτονόητα, είτε αυτά ονομάζονται ανθρώπινα δικαιώματα είτε έννοιες όπως δικαιοσύνη, αλήθεια και συγγνώμη».

«Δεν μπορεί η αναίρεση της ζωής να γίνει με υποθετικό τρόπο»
Από τους πρώτους που ενεπλάκησαν στη διαδικασία εκταφών και ενημέρωσης των οικογενειών για τις ταυτοποιήσεις, ο κ. Καλλής ξέρει από πρώτο χέρι τον γολγοθά που περνούν οι οικογένειες. Μια περίπτωση τον συγκλόνισε. Μας εξιστορεί: «Θυμάμαι έντονα ακόμη και σήμερα μια γυναίκα με γνήσια, κυπριακή μελαχρινή ομορφιά, μάνα τριών παιδιών. Ο άντρας της εντοπίστηκε από τις πρώτες εκταφές. Τη συνάντησα προσωπικά δύο με τρεις φορές για να ζητήσω κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες. Με ρωτούσε ‘τι μου κρύβεις’ ενστικτωδώς την ώρα που εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου αγγελιοφόρο θανάτου. Όταν ταυτοποιήθηκε ο άντρας της πήγα για να ενημερώσω. Είδες ποτέ άνθρωπο να γερνά σε 10 λεπτά;» με ρωτά για να συνδέσω στο δικό μου μυαλό την πληροφορία για την ομορφιά τής εν λόγω γυναίκας και το πώς αυτή εγκλωβίστηκε στο κακό μαντάτο. «Όταν τη ρωτούσα για πληροφορίες νόμιζε ότι ο σύζυγός της θα επέστρεφε ζωντανός» συνεχίζει ο κ. Καλλής και βλέπω στα μάτια του τον συγκλονισμό από τα όσα το στόμα του θα μετέφερε σε μένα τα επόμενα δευτερόλεπτα: «Ήταν καλοκαίρι, ζέστη, το κλιματιστικό ήταν ανοικτό στο μικρό εκείνο δωμάτιο στα παλιά κτήρια της Μάχης, όπου εναποθέσαμε τον σκελετό του άντρα της σε ένα τραπέζι για να τον δουν σύζυγος και παιδιά (σ.σ. για τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Αγνοουμένων ο χρόνος σταμάτησε το 1974, μπορεί πλέον τα παιδιά να έχουν ενηλικιωθεί, αλλά για αυτούς παραμένουν σε εκείνο το χρονικό σημείο). Έπαθαν αμόκ. Έπιαναν τα κόκαλα και τα έσπαζαν. Η επιτυχία των προσπαθειών μας, αν είναι δυνατόν, είναι ο θάνατος, δυστυχώς», προσθέτει.

«Αλίμονο, όλες οι οικογένειες, χωρίς καμιά εξαίρεση, θα ήθελαν η επιστροφή του δικού τους στην οικογένεια και στην κοινωνία να μην πάρει τη μορφή θανάτου, δηλαδή, λειψάνων. Έχουν παρέλθει όμως 42 ολόκληρα χρόνια, και μισός αιώνας από τις εξαφανίσεις της περιόδου 1963-64. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε όμως και κάποια θετικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί βάλσαμο για τις οικογένειες. Στην περίπτωση που εντοπίζονται και ταυτοποιούνται τα λείψανα ή έστω και ένα μικρό μέρος τους, αφήνοντας κατά μέρος τις πολιτικές προεκτάσεις, σημειολογικά ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση έχουν εξίσου σημασία, επειδή αποκαθίσταται η αξιοπρέπεια του νεκρού και της οικογένειάς του και ο αγνοούμενος επανέρχεται και επανεντάσσεται στην οικογένεια και στην κοινωνία, δυστυχώς με τη μορφή του νεκρού» Ο κ. Καλλής ξέρει καλά πως «για τις οικογένειες ο χρόνος σταματά την τελευταία φορά που είδαν τον δικό τους.

Είναι η τελευταία εικόνα που έχουν στη μνήμη και στη θύμηση για τον δικό τους. Η τελευταία αυτή εικόνα είναι μια εικόνα ενός φυσιολογικού ανθρώπου, γεμάτου ζωντάνια, με αισθήματα και συναισθήματα. Δηλαδή είναι μια εικόνα όπως βλέπουμε καθημερινά στη ζωή μας τους γύρω μας». Και συνεχίζει: «Η αποδοχή από μέρους της όποιας οικογένειας του θανάτου του δικού της ανθρώπου συνεπάγεται την ανατροπή της τελευταία εικόνας που είχαν για τον ίδιο. Θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες εικόνες, και η αναίρεση της ζωής, δηλαδή, ο θάνατος, να πάρει συγκεκριμένη μορφή και να ακολουθηθούν οι τελετουργίες της απώλειας, θρησκευτικές και κοινωνικές. Εξ ου και η ανάγκη των λειψάνων και όλων των άλλων αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να δοθούν σε μια οικογένεια ώστε να γίνει αποδεκτός ο θάνατος και αποδεκτή η νέα εικόνα, που αναιρεί τις προηγούμενες εικόνες που είχαν για τον δικό τους. Δεν μπορεί η αναίρεση της ζωής να γίνει με υποθετικό τρόπο, όπως κάποιοι είχαν προωθήσει στο παρελθόν για κλείσιμο του προβλήματος των αγνοουμένων της Κύπρου. Όλους μας μας σημαδεύουν στην παρουσία μας σ’ αυτήν τη ζωή δυο πιστοποιητικά που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη και παρουσία μας. Το πρώτο το πιστοποιητικό γέννησης και το δεύτερο το πιστοποιητικό θανάτου. Χωρίς το πιστοποιητικό θανάτου δεν μπορεί να κλείσει νομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, ο κύκλος της εγκόσμιας παρουσίας μας» καταλήγει επί τούτου.

________________________________________________________________

Γροθιά στο στομάχι η μαρτυρία Κυριάκου Αντωνιάδη - «Έθαψα το κρανίο και ένα τεμάχιο της αριστερής λεκάνης» 

Ο Κυριάκος Αντωνιάδης δεν είναι μόνο αδελφός του για χρόνια αγνοούμενου Σάββα Αντωνιάδη. Η πίκρα, ο πόνος, η αγανάκτηση και η οργή που κουβαλά δεν είναι μόνο από τα όσα υπέφερε από τη βάρβαρη εξαφάνιση του αδερφού του και τα μαζεμένα «γιατί» των συγγενών αγνοουμένων. Ο κ. Αντωνιάδης διετέλεσε αστυνομικός, ο οποίος μάλιστα αποσπάστηκε στην Υπηρεσία Αγνοουμένων για λήψη καταθέσεων για εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων στις αρχές του 1980, ενώ κατέθεσε και στην Επιτροπή της Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου. Είναι γνώστης πολλών γεγονότων και πολλών κυκλωμάτων που έδρασαν την τότε εποχή και μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητα. «Ίσως πριν πεθάνω να αφήσω τη δική μου κατάθεση, να γράψω τη δική μου ιστορία γιατί έχω χαρτιά και ντοκουμέντα που καίνε πολλούς, κάποιοι πρωταγωνιστές μέχρι και σήμερα στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου». Κάποια από αυτά μας εξομολογείται. Και μας ζητά να τα γράψουμε. Γιατί για αυτά παίρνει και όρκο, ενώπιον δικαστηρίου, όπως μας είπε.

Οι καταθέσεις
Ως αστυνομικός ο κ. Αντωνιάδης αποσπάται μετά την εισβολή στην Υπηρεσία Αγνοουμένων και αρχίζει να λαμβάνει καταθέσεις για τους αγνοούμενους. Τα όσα λέει συγκλονίζουν 42 χρόνια μετά. «Όταν λαμβάναμε καταθέσεις, μου έλεγε ο Α μάρτυρας ότι ‘είδα τον Χ, ήμασταν μαζί, πολεμούσαμε και οπισθοχωρούσαμε από τον Πενταδάκτυλο, κατά την οπισθοχώρηση τον κτύπησε σφαίρα, έτρεξα κοντά του, η σφαίρα τον κτύπησε στο κεφάλι. Τον έσπρωχνα, δεν κουνιόταν, δεν μου μιλούσε, δεν ήξερα αν ήταν ζωντανός ή νεκρός, τον εγκατέλειψα γιατί μας καταδίωκαν οι Τούρκοι’. Άλλος έφαγε σφαίρα στην καρδία, τον άλλον τον εγκατέλειψαν πληγωμένο γιατί έτσι και έτσι. Δυστυχώς αυτές οι πληροφορίες δεν έφτασαν ποτέ στις οικογένειες των αγνοουμένων. Επιμέναμε να δοθούν, δυστυχώς όμως οι αρμόδιοι δεν δέχθηκαν να ενημερώνονται οι γονείς και οι συγγενείς. Παρότι εγώ είχα έντονη θέση ότι οι γονείς θα πεθάνουν, πρέπει να μάθουν την αλήθεια». Ο κ. Αντωνιάδης μάς εξηγεί ότι «κάποιοι ήθελαν να πηγαίνουν οι μανάδες να κλαίνε, να ζητάνε τα παιδιά τους, χωρίς να ξέρουν την πραγματική αλήθεια. Ήταν τραγικά αυτά τα πράγματα». Υπήρχε βέβαια και η επίσημη θέση, την οποία υπενθυμίζει ο κ. Αντωνιάδης. Τα μέλη της Επιτροπής Αγνοουμένων είχαν αποταθεί στον τότε γενικό εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη, ο οποίος γνωμάτευσε ότι για να θεωρείται κάποιος νεκρός πρέπει να έχει ταφεί ή να έχει πιστοποιηθεί ο θάνατός του από γιατρό. «Πώς μπορούσε να βρεθεί ο γιατρός σε εκείνον τον κυκεώνα, σε εκείνον τον προδομένο πόλεμο και ποιος μπορούσε να βγάλει λάκκο να θάψει τον νεκρό; Πώς μπορούσε να το κάνει όταν οι Τούρκοι μάς έτρεχαν ξοπίσω και ήταν μια άτακτη οπισθοχώρηση; Αλλά όταν σου λέει ο άλλος ότι ‘ήμουν με τον Κωστή και ο Κωστής έφαεν τη σφαίρα, έτρεξα κοντά του, δεν μου εμίλαν, δεν ετάρασσεν και εγκατέλειψα τον γιατί με έτρεχαν οι Τούρκοι’, αυτό το πράγμα δεν έπρεπε να το μάθουν οι συγγενείς τους;» μας ξαναρωτά και συνεχίζει: «Τον καιρό εκείνο, αρχές του 1980, δεν επιτρεπόταν να πούμε τίποτα στους συγγενείς. Και δεν ήταν μία η κατάθεση, ήταν πολλές τέτοιες. Οι περισσότεροι στις οπισθοχωρήσεις ήταν πληγωμένοι και εγκαταλελειμμένοι. Όλοι. Και πιθανόν νεκροί. Με σφαίρα στο κεφάλι ή στην καρδία θα τον έπιανε ο Τούρκος να τον πάρει στο νοσοκομείο να τον περιθάλψει; Τη στιγμή που εκτελούσαν εν ψυχρώ;» ρωτά, ρητορικά βεβαίως.

«Δεν σου έλεγε κανένας την αλήθεια. Ούτε πώς χάθηκε ο δικός σου. Εγώ την πραγματική αλήθεια για το πώς χάθηκε ο δικός μου αδελφός την έμαθα πέρσι στο μνημόσυνό του από τον ευρωβουλευτή Κώστα Μαυρίδη που ήρθε να μιλήσει στο μνημόσυνο. Εμείς δεν γνωρίζαμε, ούτε μας είπε κανένας ότι οι Τούρκοι προχώρησαν στην περιοχή Αγίου Παύλου Λευκωσίας και οι δικοί μας οπισθοχώρησαν. Έμεινε ένα φυλάκιο, χαράκωμα με τον αδερφό μου και με ένα άλλο παιδί από τη Δρούσεια, μια σφήνα μέσα σε μια περιοχή που καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Αυτό έγινε στις 16 Αυγούστου 1974. Κανένας διοικητής, λοχαγός, αξιωματικός δεν έστειλε ένα μήνυμα να στείλουν κάποιον να τους ειδοποιήσει, να τους πει ‘ελάτε πίσω, μείνατε μόνοι σας, κινδυνεύετε να σας σκοτώσουν’. Τους άφησαν στο έλεος του Θεού και έμειναν εκεί και κρατούσαν το φυλάκιό τους. Την επομένη, στις 17 Αυγούστου, έγινε μια επίθεση και τους σκότωσαν και τους δύο. Και μετά τους έθαψαν σαν τους σκύλους στο κοιμητήριο Λακατάμιας με φορτηγά και μπουλντόζες. Χωρίς καν να μεριμνήσουν να πάρουν προσωπικά αντικείμενα, τίποτα απολύτως, και έγιναν αυτοί όλοι αγνοούμενοι»...

Μόνο για τον άντρα μου;

Ο κ. Αντωνιάδης μού περιγράφει τις τραγικές στιγμές που ακολουθούσαν στα σπίτια αγνοουμένων. «Θυμάμαι πήγα στο Τσιακκιλερό να πάρω κατάθεση από μια κυρία η οποία στο σπίτι ήταν εκείνη την ώρα με μια άλλη κοπέλα, στα μαύρα και οι δυο. Και της λέω ‘ήρθα να σας πάρω κατάθεση για τον αγνοούμενο άντρα σας, είμαι αστυνομικός’. ‘Μόνο για τον άντρα μου, γιε μου’; Της λέω ‘έχετε και άλλους’; ‘Τους τρεις μου γιους και τον γαμπρό μου’, μου διηγείται και ξεσπά σε λυγμούς. Αντιλαμβάνεσαι σε ποια τραγική κατάσταση φτάνει μια οικογένεια; Εκείνη η μάνα πώς ένιωθε στην απουσία των παιδιών της, 21, 18 και 16 ετών, του άντρα και του γαμπρού της; Ποιος γύρισε να τους δει;». Στο μυαλό του έρχεται επίσης η Φρόσω Δήμου, μακαρίτισσα τώρα, η οποία φιλοξένησε στο σπίτι της 45 άτομα, 33 στρατιώτες και 12 πολίτες με την αδερφή της. «Μάζεψαν ρούχα, έδωσαν πολιτικά στους στρατιώτες, πήραν τα όπλα τους και τα έθαψαν. Δεν ξέρω πώς το πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι από την Επηχώ και ήρθαν δυο Τουρκοκύπριοι ένοπλοι, τους συνέλαβαν όλους και τους οδήγησαν προς την Επηχώ με τα πόδια. Τη στιγμή εκείνη περνούσε αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών, σταμάτησαν και τους είπαν ‘παίρνουν τους δικούς μας, πηγαίνετε να μην τους σκοτώσουν... Κανείς δεν τους ξαναείδε. Μεταξύ αυτών, και ο άντρας της κυρίας Φρόσως. Μπορεί και ο γιος της. Δεν θυμάμαι. Ποιος θυμάται αυτή τη γυναίκα; Ποιος ανέφερε το όνομά της; Ποιος τη βοήθησε;» Ο κ. Αντωνιάδης διερωτάται «γιατί δεν πιάνουν τους δύο Τουρκοκύπριους από την Επηχώ, τα ονόματά τους είναι γραμμένα στην κατάθεσή μου. Γιατί δεν ζητούν να τους εντοπίσουν και να εξακριβωθεί τι απέγιναν εκείνα τα 45 άτομα, μεταξύ αυτών ο χωριανός μου Τάκης που είναι ακόμη αγνοούμενος;» Εν συνεχεία δίνει μια απάντηση που ο ίδιος άκουσε, δεν είναι σε θέση να διασταυρώσει ωστόσο. «Από μια κουβέντα που άκουσα ο Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε από τον Ραούφ Ντενκτάς εξηγήσεις για την περίπτωση και αυτός του είπε ότι, ναι, συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν και απολύθηκαν. Πιθανόν να τους σκότωσαν άτακτοι. Δεν ξέρω. Γιατί δεν ρωτούν τους δύο Τουρκοκύπριους; Υπάρχει κατάθεση που πήρα εγώ ο ίδιος για αυτήν την περίπτωση», μας λέει με υψωμένη πλην τρεμάμενη φωνή.

Έστω καθαρίστρια
Η κουβέντα μας μετακυλίεται πλέον στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Υπηρεσίας Αγνοουμένων. Ένα απλό παράδειγμα δείχνει τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονταν τότε καταστάσεις. «Θυμάμαι μια κοπέλα από την Ποταμιά, την Ερμούλα, ο άντρας της αγνοούμενος. Με δυο μωρά ανήλικα ήρθε και έκλαιγε και παρακαλούσε να τη βάλουν καθαρίστρια στην Υπηρεσία Αγνοουμένων. Δυστυχώς δεν την έβαλαν. Έβαλαν δικούς τους. Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις δυο παιδιά; Να μην έχεις άντρα, να ζητάς δουλειά και να μην γυρίσει να σε δει ένας; Και μετά λένε βοήθησαν. Ποιον βοήθησαν;»

Η εκδίωξη
Στην πορεία της συζήτησης ο κ. Αντωνιάδης μού αποκαλύπτει ότι ως αντιστασιακός συνελήφθηκε, φυλακίστηκε, κακοποιήθηκε, ενώ έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στις 23/7/1974. Η εκδίωξή του από την Υπηρεσία Αγνοουμένων έγινε, όπως υποστηρίζει, γιατί σε κάποια στιγμή στις καταθέσεις που λάμβανε αναφέρθηκαν ονόματα ιθυνόντων στην Επιτροπή Αγνοουμένων για τη δράση τους στο πραξικόπημα. «Έχω πάρα πολλά και κατάθεσα πάρα πολλά στην επιτροπή της Βουλής για τον φάκελο. Με πληροφορίες για πολιτικά πρόσωπα και αγωνιστές. Δυστυχώς κανένας δεν κάνει κάτι. Γιατί δεν βγάζουν στη φόρα την πραγματική αλήθεια; Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Έγινε μια εκμετάλλευση των συγγενών των αγνοουμένων. Ήθελαν το κίνημα να μην αποδυναμωθεί, να πηγαίνουν οι μανάδες να κλαίνε»... Μου δίνει και ένα παράδειγμα για το πώς δρούσαν τότε τα διάφορα κυκλώματα. «Τις καταθέσεις που είχα για τα άτομα αυτά τις έδωσα στον Σπύρο Κυπριανού προσωπικά. Όταν τελείωσαν οι εκλογές του 1983, ο Σπύρος Κυπριανού κάλεσε τον Α.Μ. και του είπε ‘φύλαξέ τες και συνεργάσου με τον Κυριάκο’. Ωστόσο ο τότε επίτροπος Προεδρίας (σ.σ. μου κατονομάζει τον Ντίνο Μιχαηλίδη) πήγε και τις έπιασε. Όταν στη συνέχεια διεκδικούσε την αντιπροεδρία στο ΔΗΚΟ, με κάλεσε στο γραφείο του προφανώς για να τον στηρίξω. ‘Πε μου το παράπονό σου», μου είπε. ‘Τι να σου πω. Όταν με έδιωξες εμένα που ήμουν αντιστασιακός, αδελφός αγνοουμένου, και άφησες εκείνους που κρατούσαν τα καλασνίκοφ και έφεραν αυτήν την καταστροφή, τι άλλο θέλεις να σου πω;’ ‘Έχεις απόλυτο δίκαιο, Κυριάκο, είναι η πραγματικότης. Τι ήθελες να κάνω; Τα μέλη της επιτροπής τον καιρόν εκείνον η δύναμη που είχαν, εδακκάναν μπροστά και εκλοτσούσαν πίσω. Τι ήθελες να κάνω εγώ’, αυτά είναι τα λόγια του και δίνω όρκο στο δικαστήριο», με διαβεβαιώνει.

Καταληκτικά, ο κ. Αντωνιάδης μού λέει «Ούτε θέλω να πάω στην υπηρεσία, ούτε να δω φακέλους. Είμαι τόσο απογοητευμένος δυστυχώς. Δεν υπάρχει κανένας που να μετανόησε». Μεταξύ αυτών και εκείνος που τον πρόδωσε το 1974 για το ότι μπήκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ Β ως μυστικός για να την εξαρθρώσει. Τον συνάντησε πρόσφατα και όταν του είπε «είσαι εσύ που με πρόδωσες;», τότε του απάντησε: «Την αλήθεια είπα»!..


«Μπορεί και να μην είναι ο αδελφός σου»!

Το κρανίο και ένα τεμάχιο της αριστερής λεκάνης. Αυτά τα δύο οστά παρέδωσαν στον Κυριάκο Αντωνιάδη για να κηδεύσει με τιμές ήρωα και να θάψει εις αντάλλαγμα του 23χρονου αδελφού του Σάββα Αντωνιάδη, πριν από περίπου 10 χρόνια. Τα δύο αυτά οστά, όπως τον πληροφόρησαν, εντοπίστηκαν σε τάφο στην Ελλάδα και είχαν μεταφερθεί εκεί μετά που ξεθάφτηκαν από το στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας, την περίοδο 1979-1981, χωρίς τον τότε καιρό να προηγηθεί ταυτοποίηση. Η υπόθεση με τις λάθος διαδικασίες που ακολουθήθηκαν τότε, το μπέρδεμα των λειψάνων, ακόμη και τα χημικά με τα οποία ψεκάστηκαν για σκοπούς συντήρησης και τα οποία κατέστρεψαν τους ιστούς που μπορούσαν να δώσουν γενετικό υλικό, είναι πλέον καλά γνωστή. «Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν», μου λέει ο κ. Αντωνιάδης. «Ο καθένας έψαχνε τα οστά του παιδιού του», συνεχίζει. Μάλιστα και ο ίδιος το επιχείρησε. «Η Αγγελικούλα Κυπριανίδου πήγε στο κοιμητήριο Λακατάμιας πολύ νωρίς μετά τα γεγονότα και έκανε εκταφή και βρήκε μόνη της τον άντρα της. Πήγα και εγώ μαζί με την κ. Μαρούλα μια Κυριακή πρωί με μπουλντόζα να βρούμε τους δικούς μας. Εγώ τον αδελφό μου και αυτή τον άντρα της. Βάλαμε και μάσκες, αλλά οι σοροί ήταν σε αποσύνθεση και δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Βρήκαμε μόνο ένα φύλλο τροφοδοσίας, το οποίο βέβαια παρέδωσα στην Αστυνομία. Δυστυχώς ξέραμε. Πίστευα και εγώ από τότε ότι είναι εκεί νεκρός ο αδελφός μου. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Είχα μια μικρή ελπίδα μήπως τον έπιασαν ζωντανό. Έχει κανέναν που δεν θέλει να είναι ζωντανός ο δικός του; Όλοι μας»... Η κηδεία και η ταφή του αδελφού του κ. Αντωνιάδη δεν ήταν δυστυχώς το τέλος του Γολγοθά για την οικογένεια. Μας εξηγεί: «Πριν από περίπου δέκα χρόνια με κάλεσαν και μου είπαν ότι αυτά είναι τα οστά του αδελφού σου. Μου ζήτησαν να περιμένω κάποιους μήνες, γιατί ίσως να έρχονταν και τα υπόλοιπα οστά για να γίνει ο σκελετός. Έπαθα κατάπτωση και στους τέσσερις μήνες αποφάσισα και έκανα την κηδεία των δυο οστών μόνο», λέει και βουρκώνει. «Πριν πέντε με έξι μήνες (σ.σ. πριν από το καλοκαίρι φέτος) με επισκέφτηκαν δυο άτομα από τη ΔΕΑ και την Υπηρεσία Αγνοουμένων και μου είπαν ‘Κυριάκο, πρέπει να σε ενημερώσουμε ότι πιθανόν τα οστά του αδελφού σου να μην είναι αυτά. Διότι έμειναν εκτεθειμένα και αλλοιώθηκαν...» Ο κ. Αντωνιάδης πλέον δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα, περισσότερο αγανάκτησης και όχι απλού πόνου. «Ήθελαν να με προειδοποιήσουν σε περίπτωση προφανώς που βρεθούν τα οστά του αδελφού μου για να μην έρθουν και να μου πουν ‘έλα αυτά, τα άλλα που έθαψες δεν είναι δικά του’. Πιθανόν όμως να είναι και εκείνα για να είμαστε ίσιοι», μου υπογραμμίζει. «Αντιλαμβάνεσαι, δεν είναι εύκολο για μια οικογένεια. Πολύ δύσκολο, πολύ τραγικό, πολλά υποφέραμε. Δυστυχώς καμία συμπαράσταση από κανέναν. Από κανέναν», υπογραμμίζει ξανά και ξανά...

Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα

Κάτια Σάββα
Εφημερίδα Πολίτης
15/10/2016

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ Α)

Πώς και ασχολείστε με το θέμα των αγνοουμένων τέτοια περίοδο; Τόσα χρόνια εμάς τους συγγενείς μας θυμούνται μόνο επετειακά και προβάλλουν το ζήτημα μέσω ντοκιμαντέρ Ιούλιο- Αύγουστο όπως προβάλλουν ταινίες με τον Mr Bean τα Χριστούγεννα και της ζωής του Χρηστού το Πάσχα». Διαπίστωση που σπάει βεβαίως κόκκαλα. Για 42 χρόνια τώρα εκατοντάδες οικογένειες ζουν έναν Γολγοθά τον οποίο η υπόλοιπη κοινωνία αγνοεί μέσα στην καθημερινότητά της.
Ακόμα και οι κηδείες των αγνοουμένων που ταυτοποιούνται έχουν ξεπέσει στις τελευταίες ειδήσεις των κεντρικών δελτίων, ενώ σε περίπτωση που γίνεται μια δήλωση από τον αξιωματούχο που παρίσταται σε αυτήν, εκπροσωπώντας την πολιτεία, την καπελώνει. Ο Ανδρέας Στυλιανού, γιος του πεσόντα ήρωα Παναγιώτη Στυλιανού που για τρεις και πλέον δεκαετίες ήταν στον κατάλογο αγνοουμένων, μιλά ωμά σε συνέντευξή του στα πλαίσια έρευνας- φακέλου του «Π» που δημοσιεύεται σε δύο μέρη, σήμερα Σάββατο και αύριο Κυριακή. Έρευνα που θέλει να αναδείξει ή και να υπενθυμίσει πτυχές, τις πιο οδυνηρές, από τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Πώς βιώνουν οι συγγενείς την είδηση της ταυτοποίησης του δικού τους μετά από τόσα χρόνια αναμονής και προσμονής, πώς οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Αγνοουμένων για χρόνια τώρα συνδέονται με τους συγγενείς, οι αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν για τις ενέργειες που γίνονται ή δεν γίνονται για την εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, αλλά και τα σκοτεινά πρώτα χρόνια με τη δράση διαφόρων κυκλωμάτων και τον τρόπο εκμετάλλευσης των συγγενών.

Μάρκετινγκ ο πόνος
«Η εικόνα του σκελετού στο τραπέζι, οι χοντρές ελληνικές κοκκάλες, η μυρωδιά της μεθανόλης να μου ανακατεύει τα σωθικά, η συσσωρευμένη οργή των τριών και τόσο δεκαετιών- να θέλω να τα σπάσω όλα, να θρυμματίσω από το μυαλό μου αυτή την εικόνα. Να νιώθω βλάκας, να τα βάζω με τον εαυτό μου γιατί πίστεψα ότι αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μένα. Θα πρέπει να το βιώσεις το συναίσθημα αυτό για να το καταλάβεις. Μονάχα όταν βρεθείς στη δική μου θέση, μόνο τότε θα καταλάβεις. Να ξέρω ότι μια ακόμη σκηνή απομένει πριν πέσει η αυλαία για αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Και όμως και τότε, αυτό δεν τελειώνει για μένα, το έργο έχει συνέχεια. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, που θα με συνοδεύει για πάντα». Τα πιο πάνω διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Ανδρέα Στυλιανού «Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα» το οποίο έγραψε και αφιέρωσε στον πατέρα του Παναγιώτη, αγνοούμενο του 1974. Όταν το έγραφε ο πατέρας του ήταν ακόμη αγνοούμενος, είχε βιώσει ωστόσο την εμπειρία σε μια επίσκεψή του στον Ξενοφώντα Καλλή, σύμβουλο του Ε/Κ μέλους της ΔΕΑ με λείψανα άλλων πεσόντων, πλέον, της εισβολής. Ο κ. Στυλιανού έχει μέσα του πολλή οργή, όχι μόνο γιατί δεν έζησε σχεδόν καθόλου τον πατέρα του, αφού ήταν μόλις τρεισήμισι μηνών όταν τα ίχνη του χάθηκαν, αλλά και γιατί θεωρεί ότι οι συγγενείς έτυχαν μεγάλης εκμετάλλευσης. «Μιλάμε για ένα κακό μάρκετινγκ προβολής του κυπριακού ζητήματος στο εξωτερικό, αλλά και για εσωτερική κατανάλωση. Ήθελαν τις μανάδες να κλαίνε, διαβεβαίωναν ότι θα βρεθούν όλοι, έκαναν δεήσεις για επιστροφή και διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. Δεν μπορείς να κάνεις μάρκετινγκ το πόνο του άλλου. Και πιθανόν να ήξεραν, να είχαν δεδομένα και στοιχεία και ήξεραν αυτήν την κατάληξη, αλλά κοροΐδευαν το κόσμο απλώς για να το αξιοποιήσουν πολιτικά».

Όταν έδιναν DNA
Ο Αντρέας, όπως και τα δυο αδέλφια του και ο παππούς του, πριν από περίπου 30 χρόνια, δεν θυμάται ακριβώς, κλήθηκαν για να δώσουν δείγμα DNA. «Τότε δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα, ούτε μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τον λόγο, παρόλο που μας εξήγησαν ότι θα χρειαστεί σε περίπτωση που βρεθεί ο δικός μας. Τι να βρεθεί; Τα οστά εννοούσαν, ωστόσο, δεν το κατανοούσαμε τότε. Ούτε πως θα χρησιμοποιείτο 24 χρόνια μετά». Ο Ανδρέας ήταν τρεισήμισι χρονών όταν είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του, 15-16 όταν έδωσε δείγμα για DNA και στα 40 του όταν τα οστά του ταυτοποιήθηκαν. Στο ενδιάμεσο των πιο πάνω σταθμών η οικογένεια ήταν σε άγνοια. «Σε κάποια φάση θέλησα να πάω να δω τον φάκελό του. Ήταν πολύ απογοητευτικό. Πήραν κάποιες καταθέσεις, ο καθένας μπορεί να έλεγε ό,τι ήθελε σε κλίμα σύγχυσης. Δεν υπήρχε κάτι ουσιαστικό. Χαρτιά που κατέληγαν στο ότι τα ίχνη του πατέρα μου χάθηκαν στις 22 Ιουλίου στην περιοχή Γλυκιώτισσας- Κερύνειας κατά την οπισθοχώρηση μετά από επίθεση τουρκικών στρατευμάτων. Τίποτε άλλο, και έλεγαν στους συγγενείς τόσα χρόνια ότι αγωνίζονταν για να βρουν τους δικούς τους», εξηγεί, και προσθέτει: «Νιώθω συνεχώς μια πικρία. Και πριν που ο πατέρας μου θεωρείτο αγνοούμενος και τώρα που τάφηκε. Γιατί πιστεύω πως μας κοροΐδευαν τόσα χρόνια δίνοντά; μας ελπίδες, ενώ η κατάληξη ήταν αυτή. Τόσα χρόνια κατηγορούμε τους Τούρκους αλλά υπάρχουν πολλές σκοτεινές πτυχές που μπορεί να μην μάθουμε ποτέ και από δικής μας πλευράς».

Πώς το λες;
«Εγώ πήγαινα συνέχεια στον Καλλή, ο οποίος μου εξηγούσε ευγενικά και φιλικά πάντοτε ότι ’δεν έχουμε κάτι, μπορεί και να μην έχουμε ποτέ’. Μια μέρα με πήρε και μου ζήτησε να περάσω από το γραφείο του. Με ενημέρωσε ότι ο πατέρας μου εντοπίστηκε σε ομαδικό τάφο στην Κερύνεια, στο χωριό Τέμπλος μαζί με άλλους 8-9. Και μετά από αυτό έπρεπε να διευθετηθεί συνάντηση στο ανθρωπολογικό εργαστήρι για να μας ενημερώσουν επιστημονικά. Και αυτό είναι. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι...». Ο κ. Στυλιανού το περίμενε, αλλά «όταν συμβεί σε σένα είναι πολύ δύσκολο. Δεν ξέρεις πώς να διαχειριστείς την κατάσταση. Εγώ ήξερα, οι άλλοι όχι. Πώς να τους το πω, ειδικά της μάνας μου; Το μεγαλύτερο άγχος ήταν πώς θα το πεις στη μάνα σου. Μου είχε πει στο παρελθόν ότι εμένα δεν θέλω να μου φέρετε λείψανα. Η πραγματικότητα, μου το έλεγαν οι ψυχολόγοι, οι γυναίκες αυτές είναι πολύ δυνατές. Τελικά ήθελε και ήρθε. Ήταν πολύ συγκλονιστική στιγμή. Στη μια αίθουσα μας ενημέρωσαν. Στην άλλη βρίσκονταν τα οστά. Αυτός είναι ο παπάς σου». Ο παπάς του κ. Στυλιανού ο οποίος, όπως μας λέει, «θα μπορούσε να χωστεί με τρία μωρά. Αλλά ήθελε να πολεμήσει για τον τόπο. Ναι, τώρα πλέον έχει τιμηθεί με στρατιωτικές τιμές και είναι πολύ σημαντικό. Όπως και μια ανακούφιση, αν σκεφτείς ότι κάποιοι μπορεί να μην εντοπίσουν ποτέ τα οστά των δικών τους. Αλλά για μένα όλο αυτό έγινε για το τίποτα. Οι χειρισμοί σε διάφορα πολιτικά ζητήματα παραμένουν μέχρι και σήμερα πρόχειροι». Και καταλήγει: «Θα ήταν παρήγορο να μπορούσα να πω ότι άξιζε η θυσία του πατέρα μου και όλων όσων χάθηκαν το 1974, ότι πολέμησαν για να δει χαΐρι αυτός ο τόπος. Αλλά δυστυχώς...».

«Ο Π. Σιακκαλή πληροφορεί την γυναίκα του ότι είναι καλά»
Ο κ. Στυλιανού περιγράφει τα βιώματά του ως παιδί με πατέρα αγνοούμενο. Θυμάται στην κατάσταση εγγραφών στο σχολείο που στο επάγγελμα πατρός αναγραφόταν η λέξη αγνοούμενος, που κάποιοι θεωρούσαν ότι ως παιδί αγνοουμένου ήταν ευνοούμενος του κράτους - το διαψεύδει κατηγορηματικά «κανείς δεν γύρισε να μας κοιτάξει»- θυμάται ακόμη και την επίσκεψη της μάνας του, τόση ήταν η απόγνωση, στον Μάγο του Στροβόλου ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι θα επιστρέψει ο άντρας της...

Ο Ανδρέας τόσο στον «Π» όσο και στο βιβλίο του σημειώνει ένα περιστατικό το οποίο τον έχει συγκλονίσει. Στα μηνύματα που έστελναν οι εγκλωβισμένοι μέσω του Ραδιοφώνου του ΡΙΚ κάποια στιγμή ακούστηκε πως «Ο Παναγιώτης Στυλλή Σιακαλλή, από την Πάνω Δευτερά πληροφορεί τη γυναίκα του ότι είναι καλά και να μην ανησυχεί και θα γυρίσει όταν μπορέσει». Ο κ. Στυλιανού δεν έμαθε ποτέ «ποιος ή με ποιου εντολές μεταδόθηκε αυτό το μήνυμα εκείνο το μεσημέρι. Το σίγουρο είναι ότι ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να γυρίσει στη σύζυγο και τα παιδιά του».

Οι αφανείς λειτουργοί της Υπ. Αγνοουμένων, ο σύνδεσμος των συγγενών με τον δικό τους
Στο κεφάλαιο αγνοούμενοι, λίγα είναι γνωστά για το πώς λειτουργεί εδώ και χρόνια η Υπηρεσία Αγνοουμένων, ποια η σχέση της με τους συγγενείς των αγνοουμένων, πολύ περισσότερο πως βιώνουν οι λειτουργοί της τον Γολγοθά τους. «Ακόμα και όταν ταυτοποιηθεί ο δικός τους και γίνει η κηδεία και η ταφή των λειψάνων συνεχίζουν να μας καλούν, να μας ακούσουν ή έρχονται να δουν μια τελευταία φορά τον φάκελο, αυτό είναι μια ικανοποίηση για μας», λέει λειτουργός της υπηρεσίας, ο οποίος μας ξενάγησε στα γραφεία της υπηρεσίας, ειδικά στο αρχείο, εκεί που τηρούνται οι φάκελοι των αγνοουμένων. Οι φάκελοι... Εκεί όπου είναι εγκλωβισμένη 42 χρόνια τώρα η ψυχή των αγνοουμένων, που δεν θεωρούνται ούτε ζωντανοί, ούτε νεκροί... Απλά χαμένοι. Διπλά χαμένοι πολλοί εξ αυτών με όλα όσα προηγήθηκαν με ταφές και εκταφές λειψάνων, με λάθος λείψανα σε λάθος οικογένειες. Πέραν ωστόσο από τις πολιτικές και δη σκοτεινές πτυχές του ζητήματος υπάρχει και η ανθρώπινη. Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Αγνοουμένων καθηκόντως ανέλαβαν το τραγικό ρόλο του αγγελιαφόρου θανάτου για χρόνια καθώς μόλις τα τελευταία χρόνια η ενημέρωση γίνεται και από ψυχολόγους. Μια συνάντηση με τους συγγενείς για να ενημερωθούν για την ταυτοποίηση των λειψάνων του δικού τους μπορεί να διαρκέσει τρεις με τέσσερις ώρες. «Μας έτυχε να φύγουμε 1 το πρωί. Ήταν επιθυμία της οικογένειας καθώς ήθελαν να είναι παρόντες και συγγενείς από απόσταση. Έτυχε να πάμε και την επομένη. Το πράττουμε με ευχαρίστηση», εξηγούν. «Μια φορά είχαμε πάει σε περιοχή της Λάρνακας να ενημερώσουμε μάνα αγνοούμενου ότι βρήκαμε τα οστά του παιδιού της», ανιστορεί λειτουργός της υπηρεσίας από τον οποίο ζητήσαμε να μας μεταφέρει την πιο συγκλονιστική στιγμή από τις ενημερώσεις συγγενών.

«Είχαμε μιλήσει με την κόρη εκ των προτέρων και μας ζήτησε να ενημερώσουμε εμείς τη μητέρα της. Έκατσα πάνω στο κρεβάτι της γιαγιούλας. Με το γιε μου που μου είπε, την πήρα αγκαλιά. ’Γιαγιά, επειδή είμαι στην υπηρεσία και έχω τον φάκελο του γιου σου και τον διάβασα πολλές φορές, ήταν καλά να μιλήσω μια φορά μαζί σου. Να μου πεις και από κοντά, να σε ακούσω, δεν είχα ευκαιρία να μιλήσω μαζί σου και δεν ένιωθα καλά. ’Γιε μου, καλά έκανες’ μου είπε, και τότε άρχισε να μου λέει πολλά πράγματα. Που ήταν μαθητής κ.λπ. Και ότι ο άντρας της πέθανε πριν κανένα μήνα με τον καημό ότι δεν θα βρουν ποτέ τον γιο τους. Και του έλεγε, ’όχι, θα βρεθεί’, εννοώντας βεβαίως ότι θα βρεθούν τα λείψανα. ’Θα έρθει εκείνη η ευλογημένη η ώρα’, μου είπε δείχνοντας έντονη επιθυμία. Και παρόλο που έδειχνε δυνατή την ώρα που της είπα ’πράγματι εκείνη η ευλογημένη ώρα που όλοι περιμέναμε αφού δεν είχαμε τη χαρά να επιστρέψει και να τον πάρεις αγκαλιά, τουλάχιστον να τον θάψουμε, ήρθε. ’Ο γιος μου; Ευρέθηκαν τα λείψανά του;’ μου είπε και σχεδόν λιποθύμησε μετά που το άκουσε. Από σύμπτωση έχω κάποιες γνώσεις πρώτων βοηθειών, τη συνέφερα και μιλήσαμε πάρα πολλή ώρα. Μας απέδειξε ότι το περίμενε. Γιαγιά μου, θα θάψουμε τον γιο σου»... Όπως μας εξηγούν οι λειτουργοί, οι συγγενείς πλέον περιμένουν, περιμένουν να εξευρεθούν τα λείψανα. «Πάρα πολλοί συγγενείς τηλεφωνούν και ρωτούν: ’έχουμε καμιά εξέλιξη; Μα έγινε η κηδεία του τάδε, ήταν μαζί με τον αδερφό μου, στην ίδια περιοχή, στο ίδιο τάγμα’. Βλέπεις την ανυπομονησία των συγγενών», καταλήγουν.