Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η ανάγκη για πλήρη διερεύνηση και αλήθεια

Κάτια Σάββα
Εφημερίδα Πολίτης
16/10/2016

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ Β)

«Άνθρωποι δεν εξαφανίζονται τυχαία ούτε και είναι αδύνατος ο εντοπισμός τους. Οι εξαφανίσεις είναι μια πολιτική πράξη με καθαρά πολιτικούς στόχους. Αυτό ισχύει τόσο για την περίπτωση της Κύπρου όσο και για άλλες χώρες. Το φαινόμενο χρησιμοποιείται για υλοποίηση πολιτικών σχεδιασμών. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις παγκοσμίως υπάρχει εμπλοκή διαφόρων κρατικών δομών» εξηγεί. «Λόγω αυτής της εμπλοκής δεν εξαφανίζονται μόνο οι άνθρωποι αλλά οι υπαίτιοι προσπαθούν να εξαφανίσουν και τα τεκμήρια και τις πληροφορίες, εξ ου και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι προσπάθειες διερεύνησης. Από τη στιγμή που υπάρχει εμπλοκή των κρατικών δομών το έργο της διερεύνησης είναι δύσκολο εκτός σε περιπτώσεις που το κράτος το ίδιο πάρει τις αναγκαίες πολιτικές και ανθρωπιστικές αποφάσεις αναζητώντας την αλήθεια ή εξαναγκαστεί από εξωγενείς παράγοντες να λάβει κάποια μέτρα. Δυστυχώς οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς κρατών αφορούν περισσότερο τη συγκάλυψη παρά την αποκάλυψη. Είναι λίγα τα παραδείγματα που κράτη αποφάσισαν να διευκολύνουν τη διερεύνηση. Αυτό για τον λόγο ότι οι εξαφανίσεις θεωρούνται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και το ίδιο το κράτος θα πρέπει να προβεί σε κυρώσεις εναντίον των ανθρώπων ή οργάνων του που το υπηρέτησαν και το υπηρετούν».
Με αυτά τα λίγα ο Ξενοφών Καλλής, σύμβουλος του Ελληνοκυπριακού μέλους της ΔΕΑ, μετά από 42 χρόνια αδιάφορου σφυρίγματος, θέτει το ζήτημα των αγνοουμένων σε ένα ουσιαστικό πλαίσιο απαντώντας, εμμέσως πλην σαφώς, στα αναρίθμητα «γιατί» των συγγενών αγνοουμένων που τόσα χρόνια περιμένουν τους δικούς τους να επιστρέψουν. Όχι ζωντανοί. Αλλά με υπόσταση, αντικαθιστώντας τα 42 χρόνια ύπαρξής τους σε έναν φάκελο... Από αυτούς από τους οποίους βρίθει το Αρχείο της Υπηρεσίας Αγνοουμένων. Καφέ, πορτοκαλί, γαλάζιοι αναλόγως, εξηγεί λειτουργός το Αρχείου της Υπηρεσίας Αγνοουμένων, ο οποίος βοήθησε στην έρευνα του «Π». Οι καφέ φάκελοι περιέχουν πληροφορίες και μαρτυρίες γύρω από την εξαφάνιση, οι γαλάζιοι φάκελοι αφορούν σε θέματα περιουσιών τους, οι πράσινοι αφορούν τις υποθέσεις στα κατεχόμενα που υπάγονται στο πρόγραμμα της ΔΕΑ, οι πορτοκαλί στις ελεύθερες περιοχές υπό το πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας...
Αυτοί οι φάκελοι είναι ό,τι απέμεινε από τους αγνοούμενους του 1974, για τους συγγενείς τους. Σε αυτούς ανατρέχουν για πληροφορίες, σε αυτούς ακόμη και μετά τον εντοπισμό των λειψάνων για μια τελευταία διασταύρωση, «για να σιγουρευτούν ότι ο τόπος εντοπισμού συνάδει με τα γεγονότα εξαφάνισης», γεγονός που δείχνει τη σύνδεση. «Όλοι μας ανήκουμε στην κοινωνία είτε ως ζωντανοί είτε ως νεκροί. Στην περίπτωση του αγνοουμένου αναιρείται με βίαιο τρόπο το δικαίωμα να υπάρχει και να αποτελεί μέρος της κοινωνίας του είτε ως ζωντανός είτε ως νεκρός. Είναι αυτή η αβεβαιότητα που μαστίζει τις οικογένειες σε όλο τον κόσμο και προκαλεί τόση δυστυχία και πόνο» τονίζει ο κ. Καλλής, ερμηνεύοντας και τον όρο αγνοούμενος: «Από ανθρωπιστικής πλευράς αγνοούμενος είναι κάποιος ο οποίος δεν επιστρέφει σπίτι του για φαγητό και η οικογένεια δεν γνωρίζει τι απέγινε. Στο τραπέζι υπάρχει η άδεια καρέκλα και το άδειο πιάτο. Η οικογένεια βιώνει το μαρτύριο της αβεβαιότητας μη γνωρίζοντας εάν ο δικός τους είναι ζωντανός ή νεκρός. Η προσμονή της επιστροφής ανατρέπει τις ζωές και την καθημερινότητα όλων. Η εξαφάνιση κυριαρχεί σε όλες τις πτυχές της ζωής τους. Παιδιά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα, οι γονείς πεθαίνουν με το παράπονο και τα πολλά 'γιατί', οι γυναίκες βιώνουν καθημερινά τα συναισθήματα της Πηνελόπης... Η εξαφάνιση δηλαδή ενός ατόμου δεν αποτελεί μόνο έγκλημα για το θύμα αλλά και ένα συνεχές έγκλημα για τους υπόλοιπους που τον αναμένουν. Στην τελική ανάλυση αγνοούμενος είναι το άτομο του οποίου του αφαιρείται με τον πιο βάρβαρο και αυθαίρετο τρόπο η ανθρώπινη υπόστασή του».

Το παιγνίδι των αριθμών
Μεγαλώσαμε με συνθήματα όπως το «Τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια», «Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους», «1619 αγνοούμενοι». Ο Ανδρέας Στυλιανού γιος πεσόντος πλέον, που τάφηκε με τιμές ήρωα, αφού τα λείψανα του για χρόνια αγνοούμενου πατέρα του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στο χωριό Τέμπλος στην Κερύνεια, λέει με πικρία στον «Π» (σ.σ. η συνέντευξη παρουσιάστηκε χθες στον «Π») ότι οι συγγενείς αγνοουμένων υπήρξαν θύματα ενός κακού μάρκετινγκ διαχρονικά των κυβερνήσεων της χώρας με σκοπό να ασκήσουν πιέσεις στο εξωτερικό εις βάρος της εγκληματικής Τουρκίας. «Πιστεύω ότι και το νούμερο 1619 είναι πλασματικό, στο πλαίσιο αυτού του κακού μάρκετινγκ» μας εξηγεί. Ο Ξενοφών Καλλής, χωρίς να διαψεύδει τον αριθμό, εξηγεί: «Δυστυχώς σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις παγκοσμίως δεν ακολουθείται η ταξινόμηση και η ετοιμασία καταλόγων με καθαρά ανθρωπιστικά κριτήρια. Υπερισχύουν τα πολιτικά και νομικίστικα κριτήρια. Δηλαδή σε μια διένεξη οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπαθούν η μια να αυξήσει δραματικά τους αριθμούς των θυμάτων, νεκρούς, αγνοούμενους κ.λπ., για σκοπούς πολιτικούς και προπαγάνδας, και από την άλλη η άλλη πλευρά προσπαθεί εντελώς το αντίθετο. Στο τέλος επικρατεί η πλευρά που υπερισχύει πολιτικά της άλλης πλευράς, συνήθως με την ανοχή και συνενοχή των τρίτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πάρα πολλές υποθέσεις, που από ανθρωπιστικής πλευράς πρέπει να ταξινομηθούν ως αγνοούμενοι, να μην θεωρούνται ως τέτοιες για καθαρά πολιτικούς λόγους. Όμως συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή άτομα που δεν θα έπρεπε να θεωρούνται αγνοούμενοι θεωρούνται αγνοούμενοι για καθαρά πολιτικούς λόγους και σκοπιμότητες. Αυτό συνήθως συμβαίνει από πλευράς του δυνατού και του ενόχου σε μια διένεξη που επιβάλλει τα 'θέλω' του. Η μη συμπερίληψη υποθέσεων στους καταλόγους αγνοουμένων έχει σοβαρές και αρνητικές συνέπειες για τις οικογένειες, επειδή τους στερούν, για καθαρά πολιτικούς λόγους, το δικαίωμα του σεβασμού και της αποκατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, που έχει σαν αποτέλεσμα να μην πληροφορηθούν ποτέ για την τύχη του δικού τους».

Το τραγικό τέλος
Τρία πράγματα σηματοδοτεί η διευκρίνιση της τύχης ενός αγνοουμένου και η ταυτοποίηση των λειψάνων, εξηγεί ο κ. Καλλής: Την επιστροφή του στην οικογένειά του, έστω και με τη μορφή των λειψάνων, την επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο με τη μορφή της νέας κατοικίας του, δηλαδή του τάφου σε ένα κοινωνικό κοιμητήριο και τις διαδικασίες επούλωσης των πληγών και αποδοχής των νέων δεδομένων, δηλαδή της υπόστασης του δικού τους ως νεκρού. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την τέλεση κηδείας, τέλεση μνημοσύνου, συμπαράσταση και αλληλεγγύη στον χαμό από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και την πολιτεία κ.λπ. «Όλα τα πιο πάνω συμβάλλουν ώστε η οικογένεια να κλείσει το τραγικό κεφάλαιο της αβεβαιότητας του πόνου και του μαρτυρίου που βίωσαν με την εξαφάνιση του δικού τους και να προχωρήσει στην επούλωση των πληγών και στη συνέχιση της ζωής τους».

Είδος πολυτελείας
Καταλήγοντας ο κ. Καλλής μας αποκαλύπτει ότι «υπάρχουν πάρα πολλές άλλες πτυχές που αφορούν τις εξαφανίσεις, όπως το δικαίωμα στην αλήθεια, το δικαίωμα στη δικαιοσύνη και πολλά άλλα που καλύπτονται από πάρα πολλές συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυστυχώς όμως, και είναι τραγικό αυτό που θα πω, τα ανθρώπινα δικαιώματα για τους 'αδύνατους' αποτελούν είδος πολυτελείας, το οποίο απολαμβάνουν κάποιοι, σύμφωνα με τις πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες της κάθε ιστορικής περιόδου. Είναι το ίδιο όπως τα αγαθά της υγείας, παιδείας κ.λπ., τα οποία απολαμβάνουν ως επί το πλείστον μόνο αυτοί που έχουν την οικονομική δυνατότητα και ευχέρεια. Αυτό με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε και να διεκδικούμε. Η μοιρολατρική προσέγγιση δεν είναι η απάντηση στις προκλήσεις της εποχής μας. Χωρίς αγώνα και διεκδίκηση δεν υπάρχει κανένας που θα σου δώσει έστω και τα αυτονόητα, είτε αυτά ονομάζονται ανθρώπινα δικαιώματα είτε έννοιες όπως δικαιοσύνη, αλήθεια και συγγνώμη».

«Δεν μπορεί η αναίρεση της ζωής να γίνει με υποθετικό τρόπο»
Από τους πρώτους που ενεπλάκησαν στη διαδικασία εκταφών και ενημέρωσης των οικογενειών για τις ταυτοποιήσεις, ο κ. Καλλής ξέρει από πρώτο χέρι τον γολγοθά που περνούν οι οικογένειες. Μια περίπτωση τον συγκλόνισε. Μας εξιστορεί: «Θυμάμαι έντονα ακόμη και σήμερα μια γυναίκα με γνήσια, κυπριακή μελαχρινή ομορφιά, μάνα τριών παιδιών. Ο άντρας της εντοπίστηκε από τις πρώτες εκταφές. Τη συνάντησα προσωπικά δύο με τρεις φορές για να ζητήσω κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες. Με ρωτούσε ‘τι μου κρύβεις’ ενστικτωδώς την ώρα που εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου αγγελιοφόρο θανάτου. Όταν ταυτοποιήθηκε ο άντρας της πήγα για να ενημερώσω. Είδες ποτέ άνθρωπο να γερνά σε 10 λεπτά;» με ρωτά για να συνδέσω στο δικό μου μυαλό την πληροφορία για την ομορφιά τής εν λόγω γυναίκας και το πώς αυτή εγκλωβίστηκε στο κακό μαντάτο. «Όταν τη ρωτούσα για πληροφορίες νόμιζε ότι ο σύζυγός της θα επέστρεφε ζωντανός» συνεχίζει ο κ. Καλλής και βλέπω στα μάτια του τον συγκλονισμό από τα όσα το στόμα του θα μετέφερε σε μένα τα επόμενα δευτερόλεπτα: «Ήταν καλοκαίρι, ζέστη, το κλιματιστικό ήταν ανοικτό στο μικρό εκείνο δωμάτιο στα παλιά κτήρια της Μάχης, όπου εναποθέσαμε τον σκελετό του άντρα της σε ένα τραπέζι για να τον δουν σύζυγος και παιδιά (σ.σ. για τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Αγνοουμένων ο χρόνος σταμάτησε το 1974, μπορεί πλέον τα παιδιά να έχουν ενηλικιωθεί, αλλά για αυτούς παραμένουν σε εκείνο το χρονικό σημείο). Έπαθαν αμόκ. Έπιαναν τα κόκαλα και τα έσπαζαν. Η επιτυχία των προσπαθειών μας, αν είναι δυνατόν, είναι ο θάνατος, δυστυχώς», προσθέτει.

«Αλίμονο, όλες οι οικογένειες, χωρίς καμιά εξαίρεση, θα ήθελαν η επιστροφή του δικού τους στην οικογένεια και στην κοινωνία να μην πάρει τη μορφή θανάτου, δηλαδή, λειψάνων. Έχουν παρέλθει όμως 42 ολόκληρα χρόνια, και μισός αιώνας από τις εξαφανίσεις της περιόδου 1963-64. Προσπαθούμε να εντοπίσουμε όμως και κάποια θετικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί βάλσαμο για τις οικογένειες. Στην περίπτωση που εντοπίζονται και ταυτοποιούνται τα λείψανα ή έστω και ένα μικρό μέρος τους, αφήνοντας κατά μέρος τις πολιτικές προεκτάσεις, σημειολογικά ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση έχουν εξίσου σημασία, επειδή αποκαθίσταται η αξιοπρέπεια του νεκρού και της οικογένειάς του και ο αγνοούμενος επανέρχεται και επανεντάσσεται στην οικογένεια και στην κοινωνία, δυστυχώς με τη μορφή του νεκρού» Ο κ. Καλλής ξέρει καλά πως «για τις οικογένειες ο χρόνος σταματά την τελευταία φορά που είδαν τον δικό τους.

Είναι η τελευταία εικόνα που έχουν στη μνήμη και στη θύμηση για τον δικό τους. Η τελευταία αυτή εικόνα είναι μια εικόνα ενός φυσιολογικού ανθρώπου, γεμάτου ζωντάνια, με αισθήματα και συναισθήματα. Δηλαδή είναι μια εικόνα όπως βλέπουμε καθημερινά στη ζωή μας τους γύρω μας». Και συνεχίζει: «Η αποδοχή από μέρους της όποιας οικογένειας του θανάτου του δικού της ανθρώπου συνεπάγεται την ανατροπή της τελευταία εικόνας που είχαν για τον ίδιο. Θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες εικόνες, και η αναίρεση της ζωής, δηλαδή, ο θάνατος, να πάρει συγκεκριμένη μορφή και να ακολουθηθούν οι τελετουργίες της απώλειας, θρησκευτικές και κοινωνικές. Εξ ου και η ανάγκη των λειψάνων και όλων των άλλων αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να δοθούν σε μια οικογένεια ώστε να γίνει αποδεκτός ο θάνατος και αποδεκτή η νέα εικόνα, που αναιρεί τις προηγούμενες εικόνες που είχαν για τον δικό τους. Δεν μπορεί η αναίρεση της ζωής να γίνει με υποθετικό τρόπο, όπως κάποιοι είχαν προωθήσει στο παρελθόν για κλείσιμο του προβλήματος των αγνοουμένων της Κύπρου. Όλους μας μας σημαδεύουν στην παρουσία μας σ’ αυτήν τη ζωή δυο πιστοποιητικά που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη και παρουσία μας. Το πρώτο το πιστοποιητικό γέννησης και το δεύτερο το πιστοποιητικό θανάτου. Χωρίς το πιστοποιητικό θανάτου δεν μπορεί να κλείσει νομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, ο κύκλος της εγκόσμιας παρουσίας μας» καταλήγει επί τούτου.

________________________________________________________________

Γροθιά στο στομάχι η μαρτυρία Κυριάκου Αντωνιάδη - «Έθαψα το κρανίο και ένα τεμάχιο της αριστερής λεκάνης» 

Ο Κυριάκος Αντωνιάδης δεν είναι μόνο αδελφός του για χρόνια αγνοούμενου Σάββα Αντωνιάδη. Η πίκρα, ο πόνος, η αγανάκτηση και η οργή που κουβαλά δεν είναι μόνο από τα όσα υπέφερε από τη βάρβαρη εξαφάνιση του αδερφού του και τα μαζεμένα «γιατί» των συγγενών αγνοουμένων. Ο κ. Αντωνιάδης διετέλεσε αστυνομικός, ο οποίος μάλιστα αποσπάστηκε στην Υπηρεσία Αγνοουμένων για λήψη καταθέσεων για εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων στις αρχές του 1980, ενώ κατέθεσε και στην Επιτροπή της Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου. Είναι γνώστης πολλών γεγονότων και πολλών κυκλωμάτων που έδρασαν την τότε εποχή και μέχρι σήμερα παραμένουν ατιμώρητα. «Ίσως πριν πεθάνω να αφήσω τη δική μου κατάθεση, να γράψω τη δική μου ιστορία γιατί έχω χαρτιά και ντοκουμέντα που καίνε πολλούς, κάποιοι πρωταγωνιστές μέχρι και σήμερα στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου». Κάποια από αυτά μας εξομολογείται. Και μας ζητά να τα γράψουμε. Γιατί για αυτά παίρνει και όρκο, ενώπιον δικαστηρίου, όπως μας είπε.

Οι καταθέσεις
Ως αστυνομικός ο κ. Αντωνιάδης αποσπάται μετά την εισβολή στην Υπηρεσία Αγνοουμένων και αρχίζει να λαμβάνει καταθέσεις για τους αγνοούμενους. Τα όσα λέει συγκλονίζουν 42 χρόνια μετά. «Όταν λαμβάναμε καταθέσεις, μου έλεγε ο Α μάρτυρας ότι ‘είδα τον Χ, ήμασταν μαζί, πολεμούσαμε και οπισθοχωρούσαμε από τον Πενταδάκτυλο, κατά την οπισθοχώρηση τον κτύπησε σφαίρα, έτρεξα κοντά του, η σφαίρα τον κτύπησε στο κεφάλι. Τον έσπρωχνα, δεν κουνιόταν, δεν μου μιλούσε, δεν ήξερα αν ήταν ζωντανός ή νεκρός, τον εγκατέλειψα γιατί μας καταδίωκαν οι Τούρκοι’. Άλλος έφαγε σφαίρα στην καρδία, τον άλλον τον εγκατέλειψαν πληγωμένο γιατί έτσι και έτσι. Δυστυχώς αυτές οι πληροφορίες δεν έφτασαν ποτέ στις οικογένειες των αγνοουμένων. Επιμέναμε να δοθούν, δυστυχώς όμως οι αρμόδιοι δεν δέχθηκαν να ενημερώνονται οι γονείς και οι συγγενείς. Παρότι εγώ είχα έντονη θέση ότι οι γονείς θα πεθάνουν, πρέπει να μάθουν την αλήθεια». Ο κ. Αντωνιάδης μάς εξηγεί ότι «κάποιοι ήθελαν να πηγαίνουν οι μανάδες να κλαίνε, να ζητάνε τα παιδιά τους, χωρίς να ξέρουν την πραγματική αλήθεια. Ήταν τραγικά αυτά τα πράγματα». Υπήρχε βέβαια και η επίσημη θέση, την οποία υπενθυμίζει ο κ. Αντωνιάδης. Τα μέλη της Επιτροπής Αγνοουμένων είχαν αποταθεί στον τότε γενικό εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη, ο οποίος γνωμάτευσε ότι για να θεωρείται κάποιος νεκρός πρέπει να έχει ταφεί ή να έχει πιστοποιηθεί ο θάνατός του από γιατρό. «Πώς μπορούσε να βρεθεί ο γιατρός σε εκείνον τον κυκεώνα, σε εκείνον τον προδομένο πόλεμο και ποιος μπορούσε να βγάλει λάκκο να θάψει τον νεκρό; Πώς μπορούσε να το κάνει όταν οι Τούρκοι μάς έτρεχαν ξοπίσω και ήταν μια άτακτη οπισθοχώρηση; Αλλά όταν σου λέει ο άλλος ότι ‘ήμουν με τον Κωστή και ο Κωστής έφαεν τη σφαίρα, έτρεξα κοντά του, δεν μου εμίλαν, δεν ετάρασσεν και εγκατέλειψα τον γιατί με έτρεχαν οι Τούρκοι’, αυτό το πράγμα δεν έπρεπε να το μάθουν οι συγγενείς τους;» μας ξαναρωτά και συνεχίζει: «Τον καιρό εκείνο, αρχές του 1980, δεν επιτρεπόταν να πούμε τίποτα στους συγγενείς. Και δεν ήταν μία η κατάθεση, ήταν πολλές τέτοιες. Οι περισσότεροι στις οπισθοχωρήσεις ήταν πληγωμένοι και εγκαταλελειμμένοι. Όλοι. Και πιθανόν νεκροί. Με σφαίρα στο κεφάλι ή στην καρδία θα τον έπιανε ο Τούρκος να τον πάρει στο νοσοκομείο να τον περιθάλψει; Τη στιγμή που εκτελούσαν εν ψυχρώ;» ρωτά, ρητορικά βεβαίως.

«Δεν σου έλεγε κανένας την αλήθεια. Ούτε πώς χάθηκε ο δικός σου. Εγώ την πραγματική αλήθεια για το πώς χάθηκε ο δικός μου αδελφός την έμαθα πέρσι στο μνημόσυνό του από τον ευρωβουλευτή Κώστα Μαυρίδη που ήρθε να μιλήσει στο μνημόσυνο. Εμείς δεν γνωρίζαμε, ούτε μας είπε κανένας ότι οι Τούρκοι προχώρησαν στην περιοχή Αγίου Παύλου Λευκωσίας και οι δικοί μας οπισθοχώρησαν. Έμεινε ένα φυλάκιο, χαράκωμα με τον αδερφό μου και με ένα άλλο παιδί από τη Δρούσεια, μια σφήνα μέσα σε μια περιοχή που καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Αυτό έγινε στις 16 Αυγούστου 1974. Κανένας διοικητής, λοχαγός, αξιωματικός δεν έστειλε ένα μήνυμα να στείλουν κάποιον να τους ειδοποιήσει, να τους πει ‘ελάτε πίσω, μείνατε μόνοι σας, κινδυνεύετε να σας σκοτώσουν’. Τους άφησαν στο έλεος του Θεού και έμειναν εκεί και κρατούσαν το φυλάκιό τους. Την επομένη, στις 17 Αυγούστου, έγινε μια επίθεση και τους σκότωσαν και τους δύο. Και μετά τους έθαψαν σαν τους σκύλους στο κοιμητήριο Λακατάμιας με φορτηγά και μπουλντόζες. Χωρίς καν να μεριμνήσουν να πάρουν προσωπικά αντικείμενα, τίποτα απολύτως, και έγιναν αυτοί όλοι αγνοούμενοι»...

Μόνο για τον άντρα μου;

Ο κ. Αντωνιάδης μού περιγράφει τις τραγικές στιγμές που ακολουθούσαν στα σπίτια αγνοουμένων. «Θυμάμαι πήγα στο Τσιακκιλερό να πάρω κατάθεση από μια κυρία η οποία στο σπίτι ήταν εκείνη την ώρα με μια άλλη κοπέλα, στα μαύρα και οι δυο. Και της λέω ‘ήρθα να σας πάρω κατάθεση για τον αγνοούμενο άντρα σας, είμαι αστυνομικός’. ‘Μόνο για τον άντρα μου, γιε μου’; Της λέω ‘έχετε και άλλους’; ‘Τους τρεις μου γιους και τον γαμπρό μου’, μου διηγείται και ξεσπά σε λυγμούς. Αντιλαμβάνεσαι σε ποια τραγική κατάσταση φτάνει μια οικογένεια; Εκείνη η μάνα πώς ένιωθε στην απουσία των παιδιών της, 21, 18 και 16 ετών, του άντρα και του γαμπρού της; Ποιος γύρισε να τους δει;». Στο μυαλό του έρχεται επίσης η Φρόσω Δήμου, μακαρίτισσα τώρα, η οποία φιλοξένησε στο σπίτι της 45 άτομα, 33 στρατιώτες και 12 πολίτες με την αδερφή της. «Μάζεψαν ρούχα, έδωσαν πολιτικά στους στρατιώτες, πήραν τα όπλα τους και τα έθαψαν. Δεν ξέρω πώς το πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι από την Επηχώ και ήρθαν δυο Τουρκοκύπριοι ένοπλοι, τους συνέλαβαν όλους και τους οδήγησαν προς την Επηχώ με τα πόδια. Τη στιγμή εκείνη περνούσε αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών, σταμάτησαν και τους είπαν ‘παίρνουν τους δικούς μας, πηγαίνετε να μην τους σκοτώσουν... Κανείς δεν τους ξαναείδε. Μεταξύ αυτών, και ο άντρας της κυρίας Φρόσως. Μπορεί και ο γιος της. Δεν θυμάμαι. Ποιος θυμάται αυτή τη γυναίκα; Ποιος ανέφερε το όνομά της; Ποιος τη βοήθησε;» Ο κ. Αντωνιάδης διερωτάται «γιατί δεν πιάνουν τους δύο Τουρκοκύπριους από την Επηχώ, τα ονόματά τους είναι γραμμένα στην κατάθεσή μου. Γιατί δεν ζητούν να τους εντοπίσουν και να εξακριβωθεί τι απέγιναν εκείνα τα 45 άτομα, μεταξύ αυτών ο χωριανός μου Τάκης που είναι ακόμη αγνοούμενος;» Εν συνεχεία δίνει μια απάντηση που ο ίδιος άκουσε, δεν είναι σε θέση να διασταυρώσει ωστόσο. «Από μια κουβέντα που άκουσα ο Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε από τον Ραούφ Ντενκτάς εξηγήσεις για την περίπτωση και αυτός του είπε ότι, ναι, συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν και απολύθηκαν. Πιθανόν να τους σκότωσαν άτακτοι. Δεν ξέρω. Γιατί δεν ρωτούν τους δύο Τουρκοκύπριους; Υπάρχει κατάθεση που πήρα εγώ ο ίδιος για αυτήν την περίπτωση», μας λέει με υψωμένη πλην τρεμάμενη φωνή.

Έστω καθαρίστρια
Η κουβέντα μας μετακυλίεται πλέον στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Υπηρεσίας Αγνοουμένων. Ένα απλό παράδειγμα δείχνει τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονταν τότε καταστάσεις. «Θυμάμαι μια κοπέλα από την Ποταμιά, την Ερμούλα, ο άντρας της αγνοούμενος. Με δυο μωρά ανήλικα ήρθε και έκλαιγε και παρακαλούσε να τη βάλουν καθαρίστρια στην Υπηρεσία Αγνοουμένων. Δυστυχώς δεν την έβαλαν. Έβαλαν δικούς τους. Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις δυο παιδιά; Να μην έχεις άντρα, να ζητάς δουλειά και να μην γυρίσει να σε δει ένας; Και μετά λένε βοήθησαν. Ποιον βοήθησαν;»

Η εκδίωξη
Στην πορεία της συζήτησης ο κ. Αντωνιάδης μού αποκαλύπτει ότι ως αντιστασιακός συνελήφθηκε, φυλακίστηκε, κακοποιήθηκε, ενώ έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στις 23/7/1974. Η εκδίωξή του από την Υπηρεσία Αγνοουμένων έγινε, όπως υποστηρίζει, γιατί σε κάποια στιγμή στις καταθέσεις που λάμβανε αναφέρθηκαν ονόματα ιθυνόντων στην Επιτροπή Αγνοουμένων για τη δράση τους στο πραξικόπημα. «Έχω πάρα πολλά και κατάθεσα πάρα πολλά στην επιτροπή της Βουλής για τον φάκελο. Με πληροφορίες για πολιτικά πρόσωπα και αγωνιστές. Δυστυχώς κανένας δεν κάνει κάτι. Γιατί δεν βγάζουν στη φόρα την πραγματική αλήθεια; Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Έγινε μια εκμετάλλευση των συγγενών των αγνοουμένων. Ήθελαν το κίνημα να μην αποδυναμωθεί, να πηγαίνουν οι μανάδες να κλαίνε»... Μου δίνει και ένα παράδειγμα για το πώς δρούσαν τότε τα διάφορα κυκλώματα. «Τις καταθέσεις που είχα για τα άτομα αυτά τις έδωσα στον Σπύρο Κυπριανού προσωπικά. Όταν τελείωσαν οι εκλογές του 1983, ο Σπύρος Κυπριανού κάλεσε τον Α.Μ. και του είπε ‘φύλαξέ τες και συνεργάσου με τον Κυριάκο’. Ωστόσο ο τότε επίτροπος Προεδρίας (σ.σ. μου κατονομάζει τον Ντίνο Μιχαηλίδη) πήγε και τις έπιασε. Όταν στη συνέχεια διεκδικούσε την αντιπροεδρία στο ΔΗΚΟ, με κάλεσε στο γραφείο του προφανώς για να τον στηρίξω. ‘Πε μου το παράπονό σου», μου είπε. ‘Τι να σου πω. Όταν με έδιωξες εμένα που ήμουν αντιστασιακός, αδελφός αγνοουμένου, και άφησες εκείνους που κρατούσαν τα καλασνίκοφ και έφεραν αυτήν την καταστροφή, τι άλλο θέλεις να σου πω;’ ‘Έχεις απόλυτο δίκαιο, Κυριάκο, είναι η πραγματικότης. Τι ήθελες να κάνω; Τα μέλη της επιτροπής τον καιρόν εκείνον η δύναμη που είχαν, εδακκάναν μπροστά και εκλοτσούσαν πίσω. Τι ήθελες να κάνω εγώ’, αυτά είναι τα λόγια του και δίνω όρκο στο δικαστήριο», με διαβεβαιώνει.

Καταληκτικά, ο κ. Αντωνιάδης μού λέει «Ούτε θέλω να πάω στην υπηρεσία, ούτε να δω φακέλους. Είμαι τόσο απογοητευμένος δυστυχώς. Δεν υπάρχει κανένας που να μετανόησε». Μεταξύ αυτών και εκείνος που τον πρόδωσε το 1974 για το ότι μπήκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ Β ως μυστικός για να την εξαρθρώσει. Τον συνάντησε πρόσφατα και όταν του είπε «είσαι εσύ που με πρόδωσες;», τότε του απάντησε: «Την αλήθεια είπα»!..


«Μπορεί και να μην είναι ο αδελφός σου»!

Το κρανίο και ένα τεμάχιο της αριστερής λεκάνης. Αυτά τα δύο οστά παρέδωσαν στον Κυριάκο Αντωνιάδη για να κηδεύσει με τιμές ήρωα και να θάψει εις αντάλλαγμα του 23χρονου αδελφού του Σάββα Αντωνιάδη, πριν από περίπου 10 χρόνια. Τα δύο αυτά οστά, όπως τον πληροφόρησαν, εντοπίστηκαν σε τάφο στην Ελλάδα και είχαν μεταφερθεί εκεί μετά που ξεθάφτηκαν από το στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας, την περίοδο 1979-1981, χωρίς τον τότε καιρό να προηγηθεί ταυτοποίηση. Η υπόθεση με τις λάθος διαδικασίες που ακολουθήθηκαν τότε, το μπέρδεμα των λειψάνων, ακόμη και τα χημικά με τα οποία ψεκάστηκαν για σκοπούς συντήρησης και τα οποία κατέστρεψαν τους ιστούς που μπορούσαν να δώσουν γενετικό υλικό, είναι πλέον καλά γνωστή. «Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν», μου λέει ο κ. Αντωνιάδης. «Ο καθένας έψαχνε τα οστά του παιδιού του», συνεχίζει. Μάλιστα και ο ίδιος το επιχείρησε. «Η Αγγελικούλα Κυπριανίδου πήγε στο κοιμητήριο Λακατάμιας πολύ νωρίς μετά τα γεγονότα και έκανε εκταφή και βρήκε μόνη της τον άντρα της. Πήγα και εγώ μαζί με την κ. Μαρούλα μια Κυριακή πρωί με μπουλντόζα να βρούμε τους δικούς μας. Εγώ τον αδελφό μου και αυτή τον άντρα της. Βάλαμε και μάσκες, αλλά οι σοροί ήταν σε αποσύνθεση και δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Βρήκαμε μόνο ένα φύλλο τροφοδοσίας, το οποίο βέβαια παρέδωσα στην Αστυνομία. Δυστυχώς ξέραμε. Πίστευα και εγώ από τότε ότι είναι εκεί νεκρός ο αδελφός μου. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Είχα μια μικρή ελπίδα μήπως τον έπιασαν ζωντανό. Έχει κανέναν που δεν θέλει να είναι ζωντανός ο δικός του; Όλοι μας»... Η κηδεία και η ταφή του αδελφού του κ. Αντωνιάδη δεν ήταν δυστυχώς το τέλος του Γολγοθά για την οικογένεια. Μας εξηγεί: «Πριν από περίπου δέκα χρόνια με κάλεσαν και μου είπαν ότι αυτά είναι τα οστά του αδελφού σου. Μου ζήτησαν να περιμένω κάποιους μήνες, γιατί ίσως να έρχονταν και τα υπόλοιπα οστά για να γίνει ο σκελετός. Έπαθα κατάπτωση και στους τέσσερις μήνες αποφάσισα και έκανα την κηδεία των δυο οστών μόνο», λέει και βουρκώνει. «Πριν πέντε με έξι μήνες (σ.σ. πριν από το καλοκαίρι φέτος) με επισκέφτηκαν δυο άτομα από τη ΔΕΑ και την Υπηρεσία Αγνοουμένων και μου είπαν ‘Κυριάκο, πρέπει να σε ενημερώσουμε ότι πιθανόν τα οστά του αδελφού σου να μην είναι αυτά. Διότι έμειναν εκτεθειμένα και αλλοιώθηκαν...» Ο κ. Αντωνιάδης πλέον δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα, περισσότερο αγανάκτησης και όχι απλού πόνου. «Ήθελαν να με προειδοποιήσουν σε περίπτωση προφανώς που βρεθούν τα οστά του αδελφού μου για να μην έρθουν και να μου πουν ‘έλα αυτά, τα άλλα που έθαψες δεν είναι δικά του’. Πιθανόν όμως να είναι και εκείνα για να είμαστε ίσιοι», μου υπογραμμίζει. «Αντιλαμβάνεσαι, δεν είναι εύκολο για μια οικογένεια. Πολύ δύσκολο, πολύ τραγικό, πολλά υποφέραμε. Δυστυχώς καμία συμπαράσταση από κανέναν. Από κανέναν», υπογραμμίζει ξανά και ξανά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου