Κάτια Σάββα
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ Α)
Πώς το λες;
«Ο Π. Σιακκαλή πληροφορεί την γυναίκα του ότι είναι καλά»
Εφημερίδα Πολίτης
15/10/2016
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ (ΜΕΡΟΣ Α)
Πώς και ασχολείστε με το θέμα των αγνοουμένων τέτοια περίοδο; Τόσα χρόνια εμάς τους συγγενείς μας θυμούνται μόνο επετειακά και προβάλλουν το ζήτημα μέσω ντοκιμαντέρ Ιούλιο- Αύγουστο όπως προβάλλουν ταινίες με τον Mr Bean τα Χριστούγεννα και της ζωής του Χρηστού το Πάσχα». Διαπίστωση που σπάει βεβαίως κόκκαλα. Για 42 χρόνια τώρα εκατοντάδες οικογένειες ζουν έναν Γολγοθά τον οποίο η υπόλοιπη κοινωνία αγνοεί μέσα στην καθημερινότητά της.
Ακόμα και οι κηδείες των αγνοουμένων που ταυτοποιούνται έχουν ξεπέσει στις τελευταίες ειδήσεις των κεντρικών δελτίων, ενώ σε περίπτωση που γίνεται μια δήλωση από τον αξιωματούχο που παρίσταται σε αυτήν, εκπροσωπώντας την πολιτεία, την καπελώνει. Ο Ανδρέας Στυλιανού, γιος του πεσόντα ήρωα Παναγιώτη Στυλιανού που για τρεις και πλέον δεκαετίες ήταν στον κατάλογο αγνοουμένων, μιλά ωμά σε συνέντευξή του στα πλαίσια έρευνας- φακέλου του «Π» που δημοσιεύεται σε δύο μέρη, σήμερα Σάββατο και αύριο Κυριακή. Έρευνα που θέλει να αναδείξει ή και να υπενθυμίσει πτυχές, τις πιο οδυνηρές, από τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Πώς βιώνουν οι συγγενείς την είδηση της ταυτοποίησης του δικού τους μετά από τόσα χρόνια αναμονής και προσμονής, πώς οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Αγνοουμένων για χρόνια τώρα συνδέονται με τους συγγενείς, οι αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν για τις ενέργειες που γίνονται ή δεν γίνονται για την εξακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, αλλά και τα σκοτεινά πρώτα χρόνια με τη δράση διαφόρων κυκλωμάτων και τον τρόπο εκμετάλλευσης των συγγενών.
Μάρκετινγκ ο πόνος
«Η εικόνα του σκελετού στο τραπέζι, οι χοντρές ελληνικές κοκκάλες, η μυρωδιά της μεθανόλης να μου ανακατεύει τα σωθικά, η συσσωρευμένη οργή των τριών και τόσο δεκαετιών- να θέλω να τα σπάσω όλα, να θρυμματίσω από το μυαλό μου αυτή την εικόνα. Να νιώθω βλάκας, να τα βάζω με τον εαυτό μου γιατί πίστεψα ότι αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μένα. Θα πρέπει να το βιώσεις το συναίσθημα αυτό για να το καταλάβεις. Μονάχα όταν βρεθείς στη δική μου θέση, μόνο τότε θα καταλάβεις. Να ξέρω ότι μια ακόμη σκηνή απομένει πριν πέσει η αυλαία για αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Και όμως και τότε, αυτό δεν τελειώνει για μένα, το έργο έχει συνέχεια. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, που θα με συνοδεύει για πάντα». Τα πιο πάνω διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Ανδρέα Στυλιανού «Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα» το οποίο έγραψε και αφιέρωσε στον πατέρα του Παναγιώτη, αγνοούμενο του 1974. Όταν το έγραφε ο πατέρας του ήταν ακόμη αγνοούμενος, είχε βιώσει ωστόσο την εμπειρία σε μια επίσκεψή του στον Ξενοφώντα Καλλή, σύμβουλο του Ε/Κ μέλους της ΔΕΑ με λείψανα άλλων πεσόντων, πλέον, της εισβολής. Ο κ. Στυλιανού έχει μέσα του πολλή οργή, όχι μόνο γιατί δεν έζησε σχεδόν καθόλου τον πατέρα του, αφού ήταν μόλις τρεισήμισι μηνών όταν τα ίχνη του χάθηκαν, αλλά και γιατί θεωρεί ότι οι συγγενείς έτυχαν μεγάλης εκμετάλλευσης. «Μιλάμε για ένα κακό μάρκετινγκ προβολής του κυπριακού ζητήματος στο εξωτερικό, αλλά και για εσωτερική κατανάλωση. Ήθελαν τις μανάδες να κλαίνε, διαβεβαίωναν ότι θα βρεθούν όλοι, έκαναν δεήσεις για επιστροφή και διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων. Δεν μπορείς να κάνεις μάρκετινγκ το πόνο του άλλου. Και πιθανόν να ήξεραν, να είχαν δεδομένα και στοιχεία και ήξεραν αυτήν την κατάληξη, αλλά κοροΐδευαν το κόσμο απλώς για να το αξιοποιήσουν πολιτικά».
Όταν έδιναν DNA
Ο Αντρέας, όπως και τα δυο αδέλφια του και ο παππούς του, πριν από περίπου 30 χρόνια, δεν θυμάται ακριβώς, κλήθηκαν για να δώσουν δείγμα DNA. «Τότε δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα, ούτε μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε τον λόγο, παρόλο που μας εξήγησαν ότι θα χρειαστεί σε περίπτωση που βρεθεί ο δικός μας. Τι να βρεθεί; Τα οστά εννοούσαν, ωστόσο, δεν το κατανοούσαμε τότε. Ούτε πως θα χρησιμοποιείτο 24 χρόνια μετά». Ο Ανδρέας ήταν τρεισήμισι χρονών όταν είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του, 15-16 όταν έδωσε δείγμα για DNA και στα 40 του όταν τα οστά του ταυτοποιήθηκαν. Στο ενδιάμεσο των πιο πάνω σταθμών η οικογένεια ήταν σε άγνοια. «Σε κάποια φάση θέλησα να πάω να δω τον φάκελό του. Ήταν πολύ απογοητευτικό. Πήραν κάποιες καταθέσεις, ο καθένας μπορεί να έλεγε ό,τι ήθελε σε κλίμα σύγχυσης. Δεν υπήρχε κάτι ουσιαστικό. Χαρτιά που κατέληγαν στο ότι τα ίχνη του πατέρα μου χάθηκαν στις 22 Ιουλίου στην περιοχή Γλυκιώτισσας- Κερύνειας κατά την οπισθοχώρηση μετά από επίθεση τουρκικών στρατευμάτων. Τίποτε άλλο, και έλεγαν στους συγγενείς τόσα χρόνια ότι αγωνίζονταν για να βρουν τους δικούς τους», εξηγεί, και προσθέτει: «Νιώθω συνεχώς μια πικρία. Και πριν που ο πατέρας μου θεωρείτο αγνοούμενος και τώρα που τάφηκε. Γιατί πιστεύω πως μας κοροΐδευαν τόσα χρόνια δίνοντά; μας ελπίδες, ενώ η κατάληξη ήταν αυτή. Τόσα χρόνια κατηγορούμε τους Τούρκους αλλά υπάρχουν πολλές σκοτεινές πτυχές που μπορεί να μην μάθουμε ποτέ και από δικής μας πλευράς».
Πώς το λες;
«Εγώ πήγαινα συνέχεια στον Καλλή, ο οποίος μου εξηγούσε ευγενικά και φιλικά πάντοτε ότι ’δεν έχουμε κάτι, μπορεί και να μην έχουμε ποτέ’. Μια μέρα με πήρε και μου ζήτησε να περάσω από το γραφείο του. Με ενημέρωσε ότι ο πατέρας μου εντοπίστηκε σε ομαδικό τάφο στην Κερύνεια, στο χωριό Τέμπλος μαζί με άλλους 8-9. Και μετά από αυτό έπρεπε να διευθετηθεί συνάντηση στο ανθρωπολογικό εργαστήρι για να μας ενημερώσουν επιστημονικά. Και αυτό είναι. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι...». Ο κ. Στυλιανού το περίμενε, αλλά «όταν συμβεί σε σένα είναι πολύ δύσκολο. Δεν ξέρεις πώς να διαχειριστείς την κατάσταση. Εγώ ήξερα, οι άλλοι όχι. Πώς να τους το πω, ειδικά της μάνας μου; Το μεγαλύτερο άγχος ήταν πώς θα το πεις στη μάνα σου. Μου είχε πει στο παρελθόν ότι εμένα δεν θέλω να μου φέρετε λείψανα. Η πραγματικότητα, μου το έλεγαν οι ψυχολόγοι, οι γυναίκες αυτές είναι πολύ δυνατές. Τελικά ήθελε και ήρθε. Ήταν πολύ συγκλονιστική στιγμή. Στη μια αίθουσα μας ενημέρωσαν. Στην άλλη βρίσκονταν τα οστά. Αυτός είναι ο παπάς σου». Ο παπάς του κ. Στυλιανού ο οποίος, όπως μας λέει, «θα μπορούσε να χωστεί με τρία μωρά. Αλλά ήθελε να πολεμήσει για τον τόπο. Ναι, τώρα πλέον έχει τιμηθεί με στρατιωτικές τιμές και είναι πολύ σημαντικό. Όπως και μια ανακούφιση, αν σκεφτείς ότι κάποιοι μπορεί να μην εντοπίσουν ποτέ τα οστά των δικών τους. Αλλά για μένα όλο αυτό έγινε για το τίποτα. Οι χειρισμοί σε διάφορα πολιτικά ζητήματα παραμένουν μέχρι και σήμερα πρόχειροι». Και καταλήγει: «Θα ήταν παρήγορο να μπορούσα να πω ότι άξιζε η θυσία του πατέρα μου και όλων όσων χάθηκαν το 1974, ότι πολέμησαν για να δει χαΐρι αυτός ο τόπος. Αλλά δυστυχώς...».
«Ο Π. Σιακκαλή πληροφορεί την γυναίκα του ότι είναι καλά»
Ο κ. Στυλιανού περιγράφει τα βιώματά του ως παιδί με πατέρα αγνοούμενο. Θυμάται στην κατάσταση εγγραφών στο σχολείο που στο επάγγελμα πατρός αναγραφόταν η λέξη αγνοούμενος, που κάποιοι θεωρούσαν ότι ως παιδί αγνοουμένου ήταν ευνοούμενος του κράτους - το διαψεύδει κατηγορηματικά «κανείς δεν γύρισε να μας κοιτάξει»- θυμάται ακόμη και την επίσκεψη της μάνας του, τόση ήταν η απόγνωση, στον Μάγο του Στροβόλου ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι θα επιστρέψει ο άντρας της...
Ο Ανδρέας τόσο στον «Π» όσο και στο βιβλίο του σημειώνει ένα περιστατικό το οποίο τον έχει συγκλονίσει. Στα μηνύματα που έστελναν οι εγκλωβισμένοι μέσω του Ραδιοφώνου του ΡΙΚ κάποια στιγμή ακούστηκε πως «Ο Παναγιώτης Στυλλή Σιακαλλή, από την Πάνω Δευτερά πληροφορεί τη γυναίκα του ότι είναι καλά και να μην ανησυχεί και θα γυρίσει όταν μπορέσει». Ο κ. Στυλιανού δεν έμαθε ποτέ «ποιος ή με ποιου εντολές μεταδόθηκε αυτό το μήνυμα εκείνο το μεσημέρι. Το σίγουρο είναι ότι ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να γυρίσει στη σύζυγο και τα παιδιά του».
Οι αφανείς λειτουργοί της Υπ. Αγνοουμένων, ο σύνδεσμος των συγγενών με τον δικό τους
Στο κεφάλαιο αγνοούμενοι, λίγα είναι γνωστά για το πώς λειτουργεί εδώ και χρόνια η Υπηρεσία Αγνοουμένων, ποια η σχέση της με τους συγγενείς των αγνοουμένων, πολύ περισσότερο πως βιώνουν οι λειτουργοί της τον Γολγοθά τους. «Ακόμα και όταν ταυτοποιηθεί ο δικός τους και γίνει η κηδεία και η ταφή των λειψάνων συνεχίζουν να μας καλούν, να μας ακούσουν ή έρχονται να δουν μια τελευταία φορά τον φάκελο, αυτό είναι μια ικανοποίηση για μας», λέει λειτουργός της υπηρεσίας, ο οποίος μας ξενάγησε στα γραφεία της υπηρεσίας, ειδικά στο αρχείο, εκεί που τηρούνται οι φάκελοι των αγνοουμένων. Οι φάκελοι... Εκεί όπου είναι εγκλωβισμένη 42 χρόνια τώρα η ψυχή των αγνοουμένων, που δεν θεωρούνται ούτε ζωντανοί, ούτε νεκροί... Απλά χαμένοι. Διπλά χαμένοι πολλοί εξ αυτών με όλα όσα προηγήθηκαν με ταφές και εκταφές λειψάνων, με λάθος λείψανα σε λάθος οικογένειες. Πέραν ωστόσο από τις πολιτικές και δη σκοτεινές πτυχές του ζητήματος υπάρχει και η ανθρώπινη. Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Αγνοουμένων καθηκόντως ανέλαβαν το τραγικό ρόλο του αγγελιαφόρου θανάτου για χρόνια καθώς μόλις τα τελευταία χρόνια η ενημέρωση γίνεται και από ψυχολόγους. Μια συνάντηση με τους συγγενείς για να ενημερωθούν για την ταυτοποίηση των λειψάνων του δικού τους μπορεί να διαρκέσει τρεις με τέσσερις ώρες. «Μας έτυχε να φύγουμε 1 το πρωί. Ήταν επιθυμία της οικογένειας καθώς ήθελαν να είναι παρόντες και συγγενείς από απόσταση. Έτυχε να πάμε και την επομένη. Το πράττουμε με ευχαρίστηση», εξηγούν. «Μια φορά είχαμε πάει σε περιοχή της Λάρνακας να ενημερώσουμε μάνα αγνοούμενου ότι βρήκαμε τα οστά του παιδιού της», ανιστορεί λειτουργός της υπηρεσίας από τον οποίο ζητήσαμε να μας μεταφέρει την πιο συγκλονιστική στιγμή από τις ενημερώσεις συγγενών.
«Είχαμε μιλήσει με την κόρη εκ των προτέρων και μας ζήτησε να ενημερώσουμε εμείς τη μητέρα της. Έκατσα πάνω στο κρεβάτι της γιαγιούλας. Με το γιε μου που μου είπε, την πήρα αγκαλιά. ’Γιαγιά, επειδή είμαι στην υπηρεσία και έχω τον φάκελο του γιου σου και τον διάβασα πολλές φορές, ήταν καλά να μιλήσω μια φορά μαζί σου. Να μου πεις και από κοντά, να σε ακούσω, δεν είχα ευκαιρία να μιλήσω μαζί σου και δεν ένιωθα καλά. ’Γιε μου, καλά έκανες’ μου είπε, και τότε άρχισε να μου λέει πολλά πράγματα. Που ήταν μαθητής κ.λπ. Και ότι ο άντρας της πέθανε πριν κανένα μήνα με τον καημό ότι δεν θα βρουν ποτέ τον γιο τους. Και του έλεγε, ’όχι, θα βρεθεί’, εννοώντας βεβαίως ότι θα βρεθούν τα λείψανα. ’Θα έρθει εκείνη η ευλογημένη η ώρα’, μου είπε δείχνοντας έντονη επιθυμία. Και παρόλο που έδειχνε δυνατή την ώρα που της είπα ’πράγματι εκείνη η ευλογημένη ώρα που όλοι περιμέναμε αφού δεν είχαμε τη χαρά να επιστρέψει και να τον πάρεις αγκαλιά, τουλάχιστον να τον θάψουμε, ήρθε. ’Ο γιος μου; Ευρέθηκαν τα λείψανά του;’ μου είπε και σχεδόν λιποθύμησε μετά που το άκουσε. Από σύμπτωση έχω κάποιες γνώσεις πρώτων βοηθειών, τη συνέφερα και μιλήσαμε πάρα πολλή ώρα. Μας απέδειξε ότι το περίμενε. Γιαγιά μου, θα θάψουμε τον γιο σου»... Όπως μας εξηγούν οι λειτουργοί, οι συγγενείς πλέον περιμένουν, περιμένουν να εξευρεθούν τα λείψανα. «Πάρα πολλοί συγγενείς τηλεφωνούν και ρωτούν: ’έχουμε καμιά εξέλιξη; Μα έγινε η κηδεία του τάδε, ήταν μαζί με τον αδερφό μου, στην ίδια περιοχή, στο ίδιο τάγμα’. Βλέπεις την ανυπομονησία των συγγενών», καταλήγουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου