Οι πρώτες μέρες και οι προκλήσεις μέσα από σημειώσεις απεσταλμένου της UNHCR
Ο «Π» εντόπισε στη Σκωτία τον Νίκολας Μόρρις ο οποίος είχε μετακληθεί από την UNHCR στην Κύπρο το 1974, και πήρε την έγκρισή του για δημοσίευση των αφηγήσεών του από την τότε περίοδο.
Κάτια Σάββα
Εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ, 1/8/2017
Είχαμε 24 ώρες πριν αφιχθεί ο ύπατος αρμοστής την Πέμπτη 22 Αυγούστου, έτσι είχα την ευκαιρία να έχω κάποιες συναντήσεις και να πάρω μια ιδέα για την όλη κατάσταση», αφηγείται ο Nicholas Morris, λειτουργός της Υπάτης Αρμοστείας για τους πρόσφυγες των Ηνωμένων Εθνών, τον οποίο μετακάλεσαν στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974 για να βοηθήσει στο συντονισμό της ανθρωπιστικής βοήθειας που θα κατέφθανε για τους εκτοπισθέντες. Ο Nicholas Morris, ο οποίος έχει αφυπηρετήσει και διαμένει στη Σκωτία έδωσε στον «Π» τη συγκατάθεσή του να δημοσιεύσει αποσπάσματα των αφηγήσεών του, τα οποία συντάχθηκαν επίσημα μόλις πέρσι για να προστεθούν στα «staff narratives» της UNHCR.
Ενόψει των σοβαρών ανθρωπιστικών αναγκών της βαθιάς δυσπιστίας και των ανεπίλυτων συγκρούσεων, η αποστολή της UNHCR στην Κύπρο το 1974 αντιμετώπισε δύο μεγάλες προκλήσεις, σύμφωνα με τον τότε λειτουργό της, κατά το στήσιμο της όλης επιχείρησης για ανθρωπιστική βοήθεια. Η πρώτη, αφηγείται ο Nicholas Morris ήταν το πώς θα μοιραζόταν η βοήθεια μεταξύ βορρά και νότου. Όπως εξηγεί, η αντικειμενική εκτίμηση των αναγκών ήταν αδύνατη και θα ήταν και αμφισβητήσιμη. «Η κυβέρνηση έβλεπε τις ανάγκες να προκύπτουν ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Είχε αποταθεί στον ΟΗΕ για ανθρωπιστική βοήθεια και ενώ αναγνώριζε ότι υπήρχαν και Τουρκοκύπριοι που είχαν ανάγκες, έβλεπε αυτές τις ανάγκες μικρές συγκριτικά με αυτές των Ελληνοκυπρίων, και κατά μια έννοια αυτοτραυματισμό». Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη έβλεπαν την παρούσα κατάσταση ως απότοκο της κακής μεταχείρισης που είχαν από το 1963, με τα Ηνωμένα Έθνη να μην είναι δίκαια απέναντί τους και φοβούνταν να μην επαναληφθεί το ίδιο με την επιχείρηση της UNHCR στο νησί. Ο Morris επικαλείται διπλωμάτη που είχε υποδείξει πως οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν ξεχάσει τίποτα, ενώ οι Ελληνοκύπριοι δεν θυμούνταν τίποτα, από την περίοδο μεταξύ 1963-1974.
«Αποφασίσαμε ότι η μόνη επιλογή ήταν να χωρίσουμε τη βοήθεια με βάση την τελευταία απογραφή: 81% στους Ελληνοκύπριους και 19% στους Τουρκοκύπριους».
Η δεύτερη πρόκληση ήταν πιο δύσκολη. Πώς θα μπορούσαν όλες οι συμβατικές και άλλες υποχρεώσεις να συναφθούν; Ποιοι θα ήταν οι ομόλογοι της UNHCR και οι επίσημοι εταίροι υλοποίησης του προγράμματος; «Ήταν σαφές ότι η συμβατική οδός, δηλαδή τα ΗΕ, να επιχειρούν μέσω της κυβέρνησης δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους Τ/Κ. Εν τέλει αποφασίστηκε ο Ερυθρός Σταυρός να ενεργεί εξ ονόματος των ομολόγων της Υπάτης Αρμοστείας. Ο Κυπριακός Ερυθρός Σταυρός, εξηγεί ο Morris, είχε υποβάλει αίτηση στον διεθνή οργανισμό το 1971, ωστόσο δεν πληρούσε τα κριτήρια. Έκανε όμως πρόοδο, ενώ η πρόεδρός του ήταν Ε/Κ (Στέλλα Σουλιώτη) και ένας εκ των δύο αντιπροέδρων του Τουρκοκύπριος. «Ετοιμάσαμε δύο πανομοιότυπες επιστολές για τον Πρόεδρο Κληρίδη και τον αντιπρόεδρο Ντεκτάς που απευθύνονταν στην πρόεδρο και στον Τ/Κ αντιπρόεδρο του Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού, με την οποία εξουσιοδοτούνταν να ενεργούν εξ ονόματος της Υπάτης Αρμοστείας. Αυτός ο διακανονισμός, εξ όσων γνωρίζω, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σοβαρά. Η UNHCR ήταν έτσι σε θέση να λειτουργεί σε ολόκληρο το νησί και ήταν το μοναδικό κανάλι για τις ξένες κυβερνήσεις που επιθυμούσαν τη βοήθειά τους να φτάσει και στις δύο κοινότητες».
Ενόψει των σοβαρών ανθρωπιστικών αναγκών της βαθιάς δυσπιστίας και των ανεπίλυτων συγκρούσεων, η αποστολή της UNHCR στην Κύπρο το 1974 αντιμετώπισε δύο μεγάλες προκλήσεις, σύμφωνα με τον τότε λειτουργό της, κατά το στήσιμο της όλης επιχείρησης για ανθρωπιστική βοήθεια. Η πρώτη, αφηγείται ο Nicholas Morris ήταν το πώς θα μοιραζόταν η βοήθεια μεταξύ βορρά και νότου. Όπως εξηγεί, η αντικειμενική εκτίμηση των αναγκών ήταν αδύνατη και θα ήταν και αμφισβητήσιμη. «Η κυβέρνηση έβλεπε τις ανάγκες να προκύπτουν ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Είχε αποταθεί στον ΟΗΕ για ανθρωπιστική βοήθεια και ενώ αναγνώριζε ότι υπήρχαν και Τουρκοκύπριοι που είχαν ανάγκες, έβλεπε αυτές τις ανάγκες μικρές συγκριτικά με αυτές των Ελληνοκυπρίων, και κατά μια έννοια αυτοτραυματισμό». Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη έβλεπαν την παρούσα κατάσταση ως απότοκο της κακής μεταχείρισης που είχαν από το 1963, με τα Ηνωμένα Έθνη να μην είναι δίκαια απέναντί τους και φοβούνταν να μην επαναληφθεί το ίδιο με την επιχείρηση της UNHCR στο νησί. Ο Morris επικαλείται διπλωμάτη που είχε υποδείξει πως οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν ξεχάσει τίποτα, ενώ οι Ελληνοκύπριοι δεν θυμούνταν τίποτα, από την περίοδο μεταξύ 1963-1974.
«Αποφασίσαμε ότι η μόνη επιλογή ήταν να χωρίσουμε τη βοήθεια με βάση την τελευταία απογραφή: 81% στους Ελληνοκύπριους και 19% στους Τουρκοκύπριους».
Η δεύτερη πρόκληση ήταν πιο δύσκολη. Πώς θα μπορούσαν όλες οι συμβατικές και άλλες υποχρεώσεις να συναφθούν; Ποιοι θα ήταν οι ομόλογοι της UNHCR και οι επίσημοι εταίροι υλοποίησης του προγράμματος; «Ήταν σαφές ότι η συμβατική οδός, δηλαδή τα ΗΕ, να επιχειρούν μέσω της κυβέρνησης δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους Τ/Κ. Εν τέλει αποφασίστηκε ο Ερυθρός Σταυρός να ενεργεί εξ ονόματος των ομολόγων της Υπάτης Αρμοστείας. Ο Κυπριακός Ερυθρός Σταυρός, εξηγεί ο Morris, είχε υποβάλει αίτηση στον διεθνή οργανισμό το 1971, ωστόσο δεν πληρούσε τα κριτήρια. Έκανε όμως πρόοδο, ενώ η πρόεδρός του ήταν Ε/Κ (Στέλλα Σουλιώτη) και ένας εκ των δύο αντιπροέδρων του Τουρκοκύπριος. «Ετοιμάσαμε δύο πανομοιότυπες επιστολές για τον Πρόεδρο Κληρίδη και τον αντιπρόεδρο Ντεκτάς που απευθύνονταν στην πρόεδρο και στον Τ/Κ αντιπρόεδρο του Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού, με την οποία εξουσιοδοτούνταν να ενεργούν εξ ονόματος της Υπάτης Αρμοστείας. Αυτός ο διακανονισμός, εξ όσων γνωρίζω, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σοβαρά. Η UNHCR ήταν έτσι σε θέση να λειτουργεί σε ολόκληρο το νησί και ήταν το μοναδικό κανάλι για τις ξένες κυβερνήσεις που επιθυμούσαν τη βοήθειά τους να φτάσει και στις δύο κοινότητες».
«Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω το μίσος»
«Το μεγαλύτερο μέρος της άμεσης βοήθειας προς όσους έφυγαν από τις μάχες παρέχονταν από συγγενείς και φίλους» σημειώνει o απεσταλμένος της UNHCR στην Κύπρο το 1974 Nicholas Morris και περιγράφει τις πρώτες εικόνες: «Στο νότιο τμήμα τα πράγματα φαίνονται επιφανειακά κανονικά. Οι περισσότερες ζημιές στον νότο προκλήθηκαν από Έλληνες που αντιμάχονται με Έλληνες μετά το πραξικόπημα. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι ανοικτά, ωστόσο εκείνα -και τα σπίτια- που είναι κοντά στην πράσινη γραμμή στη Λευκωσία είναι κλειστά και ερημωμένα στην ελληνική πλευρά. Στην ύπαιθρο τα ζώα, οι καλλιέργειες και τα εσπεριδοειδή πεθαίνουν λόγω έλλειψης προσοχής. Το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό στον βορρά από όπου έφυγαν οι Έλληνες»... «Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω το μίσος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ωστόσο υπάρχουν λίγες ακτίνες ελπίδας ισότιμα και στις δύο πλευρές. Ακόμα και τα πιο απλά πράγματα είναι περίπλοκα: δεν μπορεί ένας Ελληνοκύπριος οδηγός του ΟΗΕ να μεταβεί βόρεια και αντίστροφα». Σε άλλο σημείο των αφηγήσεών του αναφέρει πως:«Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τη γοητεία αυτού του νησιού για τους ανθρώπους, αλλά τώρα είναι γεμάτο θλίψη και δυστυχία. Το δίκαιο δεν είναι καθόλου όλο στην ελληνική πλευρά. Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την παρούσα κατάσταση έγκειται στην αδίστακτη εκμετάλλευση και διάκριση κατά των Τουρκοκυπρίων στο παρελθόν. Αλλά σήμερα η δυστυχία και η απώλεια της οικογένειας, της περιουσίας και των μέσων διαβίωσης αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό την ελληνοκυπριακή πλευρά»... Όπως σημείωνε στο σημειωματάριο που κρατούσε ο πρώην λειτουργός της UNHCR, προμήθειες προς ανακούφιση των εκτοπισμένων, αξίας εκατ. δολαρίων έχουν ήδη διοχετευθεί μέσω της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. «Τα πρώτα πράγματα που έχουμε παραγγείλει --54.000 κουβέρτες- φτάνουν σε τρεις πτήσεις την Τετάρτη και την Πέμπτη [11 και 12 Σεπτεμβρίου 1974] και από εκεί και πέρα πρέπει να υπάρχει μια σταθερή συσσώρευση αφίξεων από αέρα και θάλασσα (για το φαγητό)».